Μητροπούλου 1, Μεταμόρφωση Σωτήρος, Αλεξανδρούπολη

ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ
Υπήρχε μια πληθώρα ηθών και εθίμων που συνόδευαν την καθημερινή ζωή των κατοίκων της Καππαδοκίας, σε όλες σχεδόν τις εκδηλώσεις της. Τα περισσότερα από αυτά έχουν λατρευτικό χαρακτήρα, λόγω του έντονου θρησκευτικού συναισθήματος που διακατείχε τους Καππαδόκες. Ελάχιστα είναι τα εξωχριστιανικά έθιμα και αυτά αναφέρονται στην απομάκρυνση κακών πνευμάτων και δαιμόνων. Καταγράψαμε τα ήθη και τα έθιμα και τα συνθέσαμε κατά ενότητες παρακολουθώντας τα παράλληλα με το χρόνο που τελούνταν.

Τα Χριστούγεννα τα έλεγαν οι Καππαδόκες Μικρό Πάσχα. Από την παραμονή, 24 Δεκεμβρίου, άρχιζαν οι προετοιμασίες, Έσφαζαν κοτόπουλα ή μεγαλύτερα ζώα που τα μοιράζονταν περισσότερες από μία οικογένειες. Σ’ όλα τα σπιτικά ζύμωναν πίττες με αλεύρι, γάλα, αυγά, ζάχαρη και βούτυρο. Οι γυναίκες πήγαιναν στους στάβλους όπου άναβαν κεριά στα παχνιά των ζώων και θυμιάτιζαν. Τη νύχτα της παραμονής, περασμένα μεσάνυχτα, κτυπούσε η καμπάνα της εκκλησίας. Αν δεν υπήρχαν καμπάνες χρησιμοποιούσαν σήμαντρα ή ακόμη και συνεργεία από ιεροδρόμους, με επικεφαλής τον καντηλανάφτη, που διάβαιναν το χωριό απ’ άκρη σ’ άκρη και ειδοποιούσαν τους πιστούς πως ήρθε η ώρα της εκκλησίας χτυπώντας τις πόρτες τους.

Οι άνδρες φορούσαν γιορτινά και οι γυναίκες τις κεντημένες φορεσιές από τσόχα. Πήγαιναν όλοι μαζί οι γείτονες και για να βλέπουν στο σκοτάδι κρατούσαν πυρσούς. Η Λειτουργία τελείωνε πριν ξημερώσει και γύριζαν στα σπίτια τους, όπου οι μικρότεροι ασπάζονταν τα χέρια των μεγαλυτέρων και εύχονταν «Χριστός γεννάται», «Αληθώς γεννάται», «Χρόνια Πολλά» κ.α. Έστρωναν το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι που περιελάμβανε σούπα τραχανά και γιουβαρλάκια. Απαραίτητα έπρεπε να υπάρχει στο τραπέζι την ημέρα αυτή και το ” χερσέ” πιλάφι, από ψιλοκομμένο στάρι που είχε βράσει σε ζωμό από κόκαλα. Το φαγητό αυτό το έδωσαν και στην Παναγία να φάει όταν ήταν λεχώνα. Δεν είχε ξημερώσει και οι περισσότεροι έπεφταν πάλι για να κοιμηθούν. Όλες τις μέρες, από τα Χριστούγεννα μέχρι του Αγίου Βασιλείου, γιόρταζαν συγκεντρωμένοι στα σπίτια, διασκέδαζαν χορεύοντας χωριστά οι άντρες από τις γυναίκες, στα δώματα, στις στέγες που ήταν επίπεδες, σε μικρές πλατείες αν ο καιρός το επέτρεπε..

Το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, τα παιδιά γύριζαν στα σπίτια και έλεγαν τα κάλαντα. Ομάδες, συνήθως από έξι αγόρια η καθεμιά, σκόρπιζαν στο χωριό. Τα τρία παιδιά από την κάθε ομάδα ανέβαιναν στο δώμα των σπιτιών και από το φεγγίτη (πετζέ) κρατούσαν με σκοινί ένα φανάρι δικής τους κατασκευής και το άφηναν να κατέβει μέσα στο σπίτι. Ανεβοκατέβαζαν μέσα στο δωμάτιο του σπιτιού το φανάρι τους και έψελναν το τροπάριο του Αγίου Βασιλείου, ” Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος σου …» και πολλές φορές στο τέλος πρόσθεταν : «Καλησπέρα στη βραδιά σας, όποιος δώσει να κάμει αγόρι, όποιος δε δώσει, να κάνει κορίτσι, κι αυτό ως το πρωί καμπουριασμένο». Την ίδια στιγμή, τα άλλα τρία παιδιά είχαν μπει μέσα στο σπίτι, για να πάρουν τα δώρα που θα τους προσφέρουν, αυγά, πλιγούρι, βούτυρο, ξηρούς καρπούς. Και στων Τούρκων τα σπίτια πήγαιναν παιδιά για να ψάλουν τα κάλαντα. Τα παιδιά, όλα μαζί, έτρωγαν τα δώρα τους σε ένα σπίτι. Τη νύχτα εκείνη, γινόταν από πολλούς προσκύνημα στα λαξευτά παρεκκλήσια του Αη-Βασίλη και των 40 Μαρτύρων. Οι δρόμοι φωταγωγημένοι από τα κεριά των προσκυνητών που πήγαιναν και έρχονταν παρουσίαζαν υπέροχο θέαμα. Πίστευαν πως τα μεσάνυχτα της Πρωτοχρονιάς ανοίγει ο ουρανός. Αν τη νύχτα της παραμονής γεννιόταν παιδιά, θα ήταν τυχερά. Αν ήταν αγόρια, τους έδιναν στη βάφτιση το όνομα Βασίλης. Ξημερώματα Πρωτοχρονιάς, οι γυναίκες έτρεχαν στη βρύση να φέρουν νερό στον Αη-Βασίλη, «σουγιού». Γέμιζε η κάθε μία τη στάμνα της και κρατούσε ύστερα κάτω από τη βρύση μικρή σακούλα με νομίσματα, για να τρέξει μέσα το νερό και να πολλαπλασιαστούν τα νομίσματα. Ιδιαίτερη ήταν η φροντίδα για το γεύμα το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς. Στο τραπέζι έπρεπε να έχουν κότα γεμιστή με πλιγούρι και ρόδια που επάνω τους κολλούσαν μικρά κεριά και τα άναβαν, μέσα σε ταψί με ξηρούς καρπούς και κεριά αναμμένα, στημένα στη μέση.

Το είχαν σε κακό να δανείσουν ή να δώσουν ελεημοσύνη την ημέρα της Πρωτοχρονιάς, γιατί θα έφευγε η σοδειά, το μπερεκέτι του σπιτιού.
Σαράντα μέρες συνέχεια μετά την Πρωτοχρονιά πολλοί συνήθιζαν να πηγαίνουν στο παρεκκλήσι του Αη-Βασίλη να ανάβουν το καντήλι και να παρακαλούν να τους βοηθήσει.
Μια παράδοση αποδίδει την καθιέρωση της βασιλόπιτας στην επινοητικότητα του Αγίου Βασιλείου. Κάποτε κάποιος πολύ σκληρός έπαρχος της Καππαδοκίας πλησίασε την Καισαρεία με άγριες διαθέσεις και ήθελε να βασανίσει τους χριστιανούς. Τότε, ο Μέγας Βασίλειος ζήτησε να του προσφέρουν ό,τι νόμισμα ή κόσμημα είχε ο καθένας τους και να τον συνοδεύσουν στην υποδοχή του άρχοντα. Ο έπαρχος αντικρίζοντας το θησαυρό θαμπώθηκε, αλλά για λόγους που δε γνωρίζουμε δεν πήρε την προσφορά τους. Ο Άγιος ανακουφίστηκε, αλλά βρέθηκε μπροστά σε αδιέξοδο, γιατί δε θυμόταν σε ποιον ανήκε το κάθε αντικείμενο. Βρήκε όμως τη λύση. Έκανε παραγγελία τόσες πίτες όσα ήταν και τα νομίσματα-κοσμήματα και τοποθέτησε σε καθεμία από ένα. Κατόπιν τα μοίρασε στους πιστούς.
Σύμφωνα με το θρύλο, καθένας έτυχε στην πίτα του ό,τι είχε δωρίσει. Έτσι λένε ότι γεννήθηκε το έθιμο της βασιλόπιτας που κόβουμε την παραμονή ή ανήμερα της Πρωτοχρονιάς.


Κάλαντα από το Μιστί
Αρχήν αρχήν τα κάλαντα κι αρχή καλά χρόνια
Τα πουλιά λαλούν
Τσι τα χερώνεια κράζνει} δις
Αϊ Βασίλημ καλό ζευγάρι λάμεις
Καλόνι αφέντη μ’ καλό τσι ευλογημένο }δις
Έχεις τσι ντου αλέτηρ σου
Στο χρυσό βουτηγμένο
Και το γυνίτσι σου ασημοκαμωμένο
Έχεις και τα βουδίτσια σου
Της Παναγιάς πουλίτσια
καλάντι αφέντη μ’ καλά τσι ευλογημένα (δις)
άκουντα νουνάκαμ άκουντα
αν τσισει τσιάν τσιμάσει
γύψει ντου φενέρ μας
φώτισε την γενειά μας
φώτισε την γενειά μας να σε φωτίσ’ θεός.

Οι αποκριές στο Μιστί γιορτάζονταν με χορούς και μεταμφιέσεις. Τα παιδιά γίνονταν μασκαράδες. Σπάνια ντυνόταν οι μεγάλοι. Είχαν δύο Κυριακές αποκριάς που ονομαζόταν «Κυριατ’ κρεισή τσι Τυριού Τσέρεται», δηλ. κρέατος και τυριού. Την πρώτη έτρωγαν κρέατα, τη δεύτερη αβγά και τυριά. Όταν ξημέρωνε η Καθαρή Δευτέρα, μέσα στα σπίτια – πάνω στους τοίχους, έκαναν σκίτσα καμήλας με αλεύρι- το είχανε για καλό αυτό. Αν τα παιδιά ήθελαν να φάνε κρέας στο διάστημα της σαρακοστής τα φοβέριζαν με τη φράση: «Παπάς κοφτ’ τ’ αυτιά σ’». Όταν υπήρχε αρραβωνιασμένη στο σπίτι, μαζεύονταν συγγενείς του αρραβωνιαστικού και έτρωγαν όλοι μαζί. Όσοι πάλι είχαν παντρεμένα παιδιά πήγαιναν και έτρωγαν όλοι μαζί στο πατρικό σπίτι. Έτρωγαν κρέας, αβγά, πίτες, γαλατόπιτες, γλυκά, και χυλοπίτες, χόρευαν και απόκρευαν. Τελευταία έτρωγαν ένα αβγό. Τα παιδιά αυτή τη μέρα έπαιζαν «τζαρτζούτ», την τραμπάλα. Έστηναν μια σε κάθε μικρογειτονιά και έπαιζαν «μυτερεύοντας ένα τζαρτζούτ», ξύνοντας το μυτερό.
Οι εβδομάδες της αποκριάς στην Ανακoύ ήταν δύο. Της Κρεατινής που έτρωγαν μόνο κρέας και της Τυρινής που έτρωγαν μόνο μακαρόνια, τυρόπιτες, αβγά, ψάρια και όχι κρέας. Τις δύο Κυριακές της Αποκριάς οι νέοι, μόνο οι άνδρες και ποτέ οι γυναίκες, γινόταν μασκαράδες. Φορούσαν σαλβάρια, έπαιρναν νταούλια από τους Τούρκους και τα χτυπούσαν. Γίνονταν νιφάδες, μουτζουρώνονταν, υποκρίνονταν τις έγκυες, έκαναν ότι θα γεννήσουν, φώναζαν και ο κόσμος γελούσε. Το βράδυ της δεύτερης Αποκριάς μαζεύονταν οι συγγενικές οικογένειες κι έτρωγαν μαζί, το τελευταίο φαγητό, ένα σφιχτοβρασμένο αβγό.

Τη Μεγάλη Εβδομάδα νήστευαν και πήγαιναν κάθε μέρα στην εκκλησία. Τη Μ. Τετάρτη σταματούσαν τις δουλειές των χωραφιών. Τη Μ. Πέμπτη έβαφαν κόκκινα αυγά με κρεμμυδόφλουδες και το βράδυ πήγαιναν στην εκκλησία από ένα αυγό για κάθε μέλος της οικογένειας. Στο Μιστί, έπαιρναν ένα σακούλι όπου έβαζαν αυγά για τα μέλη της οικογένειας και ένα επιπλέον για τους φτωχούς. Επίσης άφηναν τσουρέκι, μέλι, βούτυρο, γιαούρτι, γάλα, και το κουλούρι του Ευαγγελίου (ψωμί με κόκκινο αυγό πάνω) πάνω στο στασίδι και τα έπαιρναν την Ανάσταση.
Στην Ανακού, είχαν ένα μανουάλι για δώδεκα μεγάλα κεριά και όταν ο παπάς έλεγε ένα-ένα τα ευαγγέλια, για κάθε ευαγγέλιο έσβηναν και ένα κερί. Τα κεριά που έμεναν, τα έκοβαν και τα μοίραζε ο παπάς και οι άνθρωποι τα χρησιμοποιούσαν ως φυλακτά. Επίσης, για φυλαχτό έπαιρναν κομματάκι από το σεντόνι του Χριστού. Πολλοί άρρωστοι κοιμόντουσαν αποβραδίς στην εκκλησία για να γιατρευτούν. Στο Μιστί μάλιστα έρχονταν άρρωστοι Τούρκοι από τα γύρω χωριά (Καρατλί, Ζάνζαμα) και ξάπλωναν μπροστά στο ιερό πριν τα δώδεκα ευαγγέλια, για να γίνουν καλά. Άλλοι γεροί πάλι, στέκονταν κοντά στο παγκάρι και παρακολουθούσαν τη λειτουργία. Οι νοικοκυρές ζύμωναν λοχούμια, παξιμάδια με αυτά, γάλα και βούτυρο, αχλάδια, κουλούρια στρογγυλά ή πλεχτά. Πάνω έκαναν σταυρό χαραγμένο ή φτιαγμένο με προζύμι. Ημέρα του μεγαλύτερου πένθους ήταν Μεγάλη Παρασκευή. Ήταν όλα κλειστά, θεωρούσαν μεγάλη αμαρτία να πιάσει κανείς σφυρί ή καρφί αυτή τη μέρα. Οι γυναίκες στόλιζαν το Επιτάφιο με γκι, ζουμπούλια και σουσάμια (αυτά υπήρχαν εκείνη την εποχή). Όλοι προσκυνούσαν τον επιτάφιο, περνούσαν και τρεις φορές από κάτω για να είναι γεροί. Το βράδυ, ο δάσκαλος με τα παιδιά διάβαζαν τον επιτάφιο θρήνο, έψελναν τα εγκώμια και μετά περιέφεραν τον Επιτάφιο με κατάνυξη στους δρόμους, κρατώντας κεριά αναμμένα ψάλλοντας το «Κύριε ελέησον». Στο Μιστί, στο Γκέλβερι και στην Ανακού, περιέφεραν τον επιτάφιο μόνο στο προαύλιο της εκκλησίας για το φόβο των Τούρκων.
Το Μεγάλο Σάββατο ήταν η μέρα των πεθαμένων. Πήγαιναν στα νεκροταφεία, άναβαν κεριά και καντήλια και έκαναν τρισάγιο. Στην Αξό, ανήμερα της Λαμπρής γινόταν μεγάλη γιορτή των νεκρών. Στο Τσαρικλί Νίγδης γύριζαν και την Ανάσταση στο νεκροταφείο, όπου οι γυναίκες έκλαιγαν. Στο Μιστί, στο τέλος της Σαρακοστής έβγαιναν τα παλικάρια κάθε βράδυ και μάζευαν ξύλα, άχυρα και καύσιμα τα οποία αποθήκευαν τραγουδώντας και σφυρίζοντας μέχρι τη Μ. Πέμπτη. Τη νύχτα του Σαββάτου τα μάζευαν στην πλατεία της γειτονιάς και άναβαν φωτιά. Μαζεύονταν γύρω και γελούσαν, φώναζαν, ώσπου να χτυπήσει η καμπάνα για την Ανάσταση. Συμβόλιζε τη φωτιά που είχαν ανάψει οι Απόστολοι και ζεσταίνονταν όταν ανέκριναν το Χριστό. Το Μ. Σάββατο οι άνδρες έσφαζαν μεγάλα ζώα και οι γυναίκες έφτιαχναν πίτες με αλεύρι, βούτυρο, ζάχαρη ή μέλι. Τα μεσάνυχτα χτυπούσε η καμπάνα για τη Λειτουργία. Όλοι με τα καλά τους πήγαιναν στην εκκλησία. Μόλις ο παπάς έλεγε «Χριστός Ανέστη», τσούγκριζαν το αβγό και το έτρωγαν. Με αβγό άνοιγαν τη νηστεία και με αυγό την έκλειναν. Μετά τη λειτουργία της Ανάστασης έπαιρναν αυτά που είχαν αφήσει στην εκκλησία και πήγαιναν το «άγιο φως» στο σπίτι τους. Άναβαν το καντήλι και έτρωγαν σούπα, κρέας, πιλάφι, τυρί, πίτες, καϊμάκι. Την ημέρα της Ανάστασης, νωρίς το απόγευμα, γινόταν η Λειτουργία της Δεύτερης Ανάστασης. Μετά τη δοξολογία έβγαιναν για τη λιτανεία. Περνούσαν από τα κεντρικά σημεία του χωριού και γυρνούσαν στην εκκλησία, όπου διαβάζονταν τα Ευαγγέλια σε επτά γλώσσες. Μετά τη δεύτερη Ανάσταση, άρχιζε ο χορός και το γλέντι που κρατούσε όλη την εβδομάδα της διακαινησίμου. Σε πολλά μέρη γινόταν πανηγύρια στην εξοχή και αγώνες πάλης, δρόμου και λιθαριού.

Μεγάλη γιορτή ήταν του Αη- Γιωργιού, στις 23 Απριλίου, οδηγού και προστάτη των ταξιδιωτών και των ζώων. Στο Γκέλβερι η συντεχνία των γεωργών έκανε λειτουργία στην εκκλησία του Αγίου Γρηγορίου. Στα Κενάταλα γινόταν μεγάλο πανηγύρι όπου στόλιζαν την εικόνα του Αγίου Γεωργίου με στάχυα που έφερναν οι φτωχοί αγρότες από τα χωράφια τους.. Ύστερα, κατέβαιναν στους κήπους του χωριού όπου έσφαζαν αρνιά, έψηναν, διασκέδαζαν, έκαναν αγώνες πάλης Χριστιανοί και Τούρκοι και έστηναν κούνιες στα δένδρα και κουνιόταν. Στο Σιβρίχισαρ γιορταζόταν στο λαξευτό παρεκκλήσι του Αη-Γιώργη, όπου πρόσφεραν οι πιστοί διάφορα τάματα και προπάντων καϊκανά, δηλαδή σφουγγάτο με μέλι. Έσφαζαν κουρμπάνι και οι αρραβωνιασμένες δέχονταν δώρα από τις πεθερές και τους χωριανούς. Τον Άγιο τιμούσαν και οι Τούρκοι, χωριστά από τους Χριστιανούς.

ΧΟΡΟΙ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ (ενδεικτικά)

Οι χοροί της Καππαδοκίας και γενικότερα των Ελλήνων της Μ. Ασίας, διακρίνονται για τη σεμνότητά τους. Παρατηρείται σταθερό πάτημα με όλο το πέλμα. Το σώμα, σχεδόν αλύγιστο, δείχνει κι αυτό σεμνότητα. Τέλος , τα χέρια κινούνται μπροστά στο στήθος και οι κινήσεις τους δεν υπερβαίνουν το ύψος του κεφαλιού. Όταν δεν κρατούν κάτι στα χέρια, τότε ενώνουν τα τρία δάκτυλα των χεριών τους, όπως όταν κάνουμε το σταυρό μας. Η θρησκεία επηρέασε τους χορούς της Καππαδοκίας, ώστε αυτοί στο μεγαλύτερο μέρος τους να είναι αισθητικοί και όχι αισθησιακοί όπως οι χοροί της ανατολής. Η θρησκευτικότητα των ανθρώπων επέδρασε, με αποτέλεσμα οι χοροί να παρουσιάζουν τελετουργική μορφή.
«Τελετουργία είναι κάθε προκαθορισμένη, επαναλαμβανόμενη συμβολική δραστηριότητα ή πρακτική, η οποία συνίσταται από στοιχεία λεκτικά και μη λεκτικά» λέει η Νόρα- Σκουτέρη Διδασκάλου. Τα λεκτικά στοιχεία είναι κάποιες φωνές, επιφωνήματα αποδοκιμασίας, επιβράβευσης ή και προσταγής που δηλώνουν τον τρόπο εκτέλεσης και την παραπέρα πορεία ενός χορού. Τα μη λεκτικά στοιχεία είναι οι χειρονομίες, οι εκφράσεις του προσώπου, οι μετακινήσεις του σώματος στο χώρο που εκφράζουν συναισθήματα, αξίες ηθικές, διαχρονικές που διακατέχουν αυτούς που χορεύουν.
Ο τρόπος που οι Καππαδόκες χορευτές μπαίνουν στη σειρά, πιάνονται και χορεύουν και οι ηθικοί κανόνες που σ’ αυτούς υπακούουν, μας μεταφέρουν στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο, όπου εκεί το κοινωνικό γίγνεσθαι έχει καθορίσει τις θέσεις των δύο φύλων και την απόσταση που υπάρχει μεταξύ αυτών.
Στην Καππαδοκία υπάρχουν αντικριστοί χοροί, όπου τα ζευγάρια μπορεί να είναι αμιγή ή μικτά. Σε ορισμένους από αυτούς, δίνεται η δυνατότητα στους χορευτές να εκφράζονται ατομικά. Επίσης, χοροί πορείας όπου οι χορευτές πιάνονται κατά ιδιόμορφο τρόπο μεταξύ τους, ίσως για να μη χαλάει το χορευτικό σχήμα. Σε αυτούς ο κορυφαίος είναι ο γεροντότερος ή ο πιο λεβέντης, που τους καθοδηγεί στην πορεία που ακολουθούν. Άλλοι χοροί είναι αυτοί που χορεύουν μόνο γυναίκες με μαντίλια στα χέρια και το χαρακτηριστικό τους είναι ο αργός ρυθμός και το κύλισμα που γίνεται με το δεξί πόδι να προηγείται. Υπάρχουν ακόμη χοροί που γίνονται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας του γάμου που χαρακτηρίζονται ως της νύφης ή του γαμπρού. Είναι χοροί εθιμοτυπικοί και δείχνουν τον αποχαιρετισμό της νύφης από το πατρικό της σπίτι, την υποδοχή της στο σπίτι του γαμπρού και τη θέση της μέσα στο πατρικό σπίτι του γαμπρού. Τέλος, υπάρχουν οι Ζεϊμπέκικοι χοροί και οι Καρσιλαμάδες.
Τα ονόματα των χορών είναι επηρεασμένα από τα χορευτικά σχήματα, από τα αντικείμενα που κρατούσαν και χρησιμοποιούσαν στο χορό, από τον τρόπο που ήταν πιασμένοι οι χορευτές, από τον τόπο που τελούνταν και από το χρόνο. Πολλοί χοροί πήραν το όνομά τους από τον Άγιο προς τιμή του οποίου χορευόταν.
Σε ορισμένους καππαδοκικούς χορούς, δίνεται η δυνατότητα στους επαγγελματίες χορευτές και στα παιδιά να χρησιμοποιήσουν διάφορα αντικείμενα στα χέρια τους, όπως κουτάλια και μαντήλια. Το χτύπημα των κουταλιών με τα χέρια, όπως περιγράφεται στο χορό των κουταλιών, γνωστό ως Κόνιαλι, σε διάφορα ρυθμικά σχήματα και η ταυτόχρονη εκτέλεση των βημάτων του χορού, απαιτούν, λόγω των ασύμμετρων κινήσεων που γίνονται αναφορικά με τα πάνω και κάτω άκρα αλλά και των ετερόπλευρων κινήσεων των δύο ημιμορίων του σώματος(δεξιού και αριστερού), πολύ καλό συντονισμό στις κινήσεις των μελών του σώματος στο χώρο.

Χορός των κουταλιών-Κόνιαλι
Είναι αντικριστός χορός, που χορευόταν σ’ ολόκληρη την Καππαδοκία και που χορεύεται ακόμη και σήμερα από όλους τους πρόσφυγες δεύτερης και τρίτης γενιάς και γι’ αυτό μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε ως «πανκαππαδοκικό» χορό. Παλιά χορευόταν μόνο από ζευγάρια γυναικών ή ανδρών ή από παντρεμένα ανδρόγυνα. Σήμερα χορεύεται περισσότερο μικτός. Ο ρυθμός του είναι πιο αργός όταν χορεύεται μόνο από γυναίκες, που κινούν τα χέρια δεξιά-αριστερά συγχρόνως με τα βήματα. Αντίθετα τα ζευγάρια των ανδρών κινούνται πιο γρήγορα με πιο έντονα βήματα.
Ο χορός αποτελείται από έξι (6) βήματα και αυτά ολοκληρώνονται σε δύο(2) μουσικά μέτρα. Το μουσικό μέτρο είναι 2/4. Το χορό συνοδεύουν το ντέφι, το βιολί και το ούτι. Τα τέσσερα(4) ξύλινα κουτάλια βγάζουν έναν καταπληκτικό ήχο όταν χτυπάνε μεταξύ τους ανά δύο στο κάθε χέρι του χορευτή. Το ένα κουτάλι τοποθετείται μεταξύ του δείκτη και του αντίχειρα και το άλλα μεταξύ του μέσου και του παράμεσου, έτσι ώστε να έρχονται σε επαφή τα κυρτά μέρη τους. Υπήρχαν και υπάρχουν διαφορετικά κτυπήματα, δηλαδή διαφορετικά ρυθμικά σχήματα ανάλογα με το τραγούδι που συνοδεύει το χορό. Τα κουτάλια ήταν τριών ειδών: α) Τα «ταχταδιώνας» (σανιδένια) με ζωγραφισμένα λουλούδια στο κοίλο μέρος και δίστιχα στην τουρκική γλώσσα στη λαβή, που τα έφτιαχναν στο Ικόνιο και στη Σίλλη. β) Τα «σιδερώνας» (μεταλλικά) τα κοινά κουτάλια που χρησιμοποιούσαν στο φαγητό καθημερινά, που τα προμηθευόταν από την Κων/πολη και γ) Τα «κοκάλινα» που ερχόταν και αυτά από την Κων/πολη.
Ο χορός των κουταλιών χορευόταν και σε άλλες περιοχές της Μ. Ασίας όπως στην Κιουτάχεια και στη Σμύρνη, αλλά σ’ αυτές τις περιοχές το κτύπημα των κουταλιών γινόταν με τα χέρια να βρίσκονται πάνω από το κεφάλι και τη λεκάνη να λικνίζεται αριστερά-δεξιά.

ΜΙΣΤΙ-ΤΣΑΡΙΚΛΙ
1. Σουρουντίνα

Χόρευαν χωριστά οι γυναίκες από τους άνδρες σ’ αυτό το χορό, με λαβή των χεριών σταυρωτά. Ο κορυφαίος ήταν άνδρας, ακόμη και στον κύκλο των γυναικών και την ώρα που χόρευε κουνούσε ένα μαντίλι. Στην αρχή ο χορός ξεκινούσε σε κύκλο, αργότερα χαλούσε ο κύκλος και ίσιωνε η χορευτική ομάδα, μέχρι που ο ένας χορευτής χόρευε πίσω από τον άλλο. Ο ρυθμός ήταν στην αρχή αργός, όσο κρατούσε ο κύκλος, αργότερα γρηγορότερος και κάποια στιγμή οι γυναίκες προχωρούσαν αντίθετα, δηλαδή με πλάτη προς τη φορά του κύκλου, προς την πορεία του σχήματος. Στη συνέχεια ο χορός γινόταν όλο και γρηγορότερος με αποτέλεσμα μερικές γυναίκες να εγκαταλείπουν τη χορευτική ομάδα κουρασμένες. Το μουσικό του μέτρο είναι 2/4.
Οι Μιστιώτες υποστηρίζουν ότι μόνο στο Μιστί και στο Σεμέντρε χορευόταν ο χορός, εξαιτίας κάποιου γεγονότος που φαίνεται ότι αναπαριστά, την αρπαγή κάποιας κοπέλας από τους Τούρκους. Το τραγούδι σώθηκε στη τούρκικη γλώσσα και σε ελεύθερη μετάφραση είναι «Πήγαν στ’ αμπέλια του Αντιβάλ»
Ο Γ. Κόκκινος περιλαμβάνει στο βιβλίο του «Ελληνικοί χοροί» το χορό Σουρουντίνα. Ο χορός πήρε το όνομα του από το σύρσιμο των ποδιών. Είναι μικτός κυκλικός χορός, με σταυρωτή λαβή που χορευόταν σ’ όλη την Καππαδοκία. Τα βήματα του χορού είναι έξι και η φράση ολοκληρώνεται σε δύο μουσικά μέτρα. Ο χορός αποτελείται από δύο μέρη, το αργό και το γρήγορο, που εναλλάσσονται. Τέλος, ο χορός αρχίζει με το αριστερό πόδι.

2.Στρογγϋλός

Χορεύεται από πρόσφυγες από το Μιστί, στο Αγιονέρι θεσ/νίκης. Είναι ανδρικός κυκλικός χορός, με λαβή των χεριών από τις παλάμες κάτω. Στην αρχή χορεύεται σε ανοικτό κύκλο χωρίς να κτυπούν τα πόδια. Όταν ο κύκλος κλείσει, οι χορευτές κάθε 4ο και 6ο βήμα σκύβουν τα κεφάλια κάτω και κτυπούν δυνατά τα πόδια. Τα βήματα του χορού είναι έξι και η φράση ολοκληρώνεται σε 3 μουσικά μέτρα. Το μουσικό μέτρο 2/4.

ΣΙΝΑΣΟΣ
1. Άγιος Ιωάννης

Χορευόταν στη Σινασό, την ημέρα του Αη- Γιάννη, με το τραγούδι «κάτω στον Αη- Γιάννη». Περισσότερα στοιχεία για το χορό δεν καταγράφονται.

2. Αποχαιρετισμός- Μέγα Πάσχα

Την Κυριακή του Θωμά οι γυναίκες που οι σύζυγοι τους έλειπαν στα ξένα χόρευαν κυκλικούς χορούς του Πάσχα και έκλειναν το χορό με αυτό το τραγούδι της Άνοιξης «Μάνα ήρτεν γ) άνοιξη το γέρμο καλοκαίρι… .Ήρτεν ο καιρός που πρέπ’ να χωριστούμεν, ν’απομακρυνθούμ’, ίρτεν ο καιρός, θα παν οι βρωμισμένοι και βαρετοί, θα ‘ρτουν οι μυρισμένοι και ποθητοί. Ώρα σας καλή».


ΦΑΡΑΣΑ
1. Σεήτα-τα

Υπάρχει ομώνυμο τραγούδι με το οποίο χορεύεται ο χορός. Ο χορός παλιά χορευόταν μόνο από παντρεμένες γυναίκες στους γάμους, οι οποίες σχημάτιζαν ζευγάρια ή ομάδες η μια απέναντι στην άλλη. Το κεφάλι σκεπαζόταν με μαντίλι και μόνο τα μάτια ήταν ακάλυπτα. Κατά την παράδοση το Γιολάχι φαράγγι, νότια της Βαρασού, αποτελούσε τη δίοδο για τον κάτω κόσμο κι αυτό ενισχύεται με το παλιό τραγούδι, που κατά ένα έθιμο πολύ παλιό, χόρευαν αντικριστά στους γάμους δυο παντρεμένες γυναίκες με κινήσεις τρεμάμενες, μιμητικές του χαιρετισμού- αποχαιρετισμού και άλλαζαν ρυθμικά τις θέσεις. Έτσι, θεωρούν ότι ο χορός παριστάνει τη συνάντηση της Θεάς Δήμητρας και της κόρης της Περσεφόνης. Το μουσικό μέτρο του χορού είναι 2/4.

Τα λόγια του τραγουδιού είναι:
«Σεήτα-τα, σεήτα-τα,
σο μέγον το ρουσί,
να μη ’πεσώσετε, ’πνώσετε,
σου Χούναρη το σπήλο»

Δηλαδή: «Σύρε την, σύρε την
στο μεγάλο βουνό κι αν δεν φτάσετε κοιμηθείτε
στου Χούναρη τη σπηλιά».

2. Ωνημά

Είναι ένας χορός μυστικιστικός και πολύ διστακτικά, μίλησαν μόνο δύο άνθρωποι γι’ αυτό. Δεν έχουν σωθεί ούτε τα λόγια από το τραγούδι. Λέγεται ότι ένα κορίτσι σε ηλικία γάμου φώναζε απελπισμένα στη μάνα της που έψαχνε να παντρευτεί: «Ω μάνα γιατί το έκανες αυτό, γιατί με ρεζίλεψες…».
Ήταν αντικριστός χορός που χόρευαν μόνο γυναίκες και κάποια στιγμή άλλαζαν μέτωπο. Χτυπούσαν με τις παλάμες τους μηρούς, μετά δύο φορές παλαμάκια και στο τέλος άνοιγαν τα χέρια στο πλάι γέρνοντας τον κορμό αριστερά- δεξιά με τεντωμένα πόδια.

ΚΑΙΣΑΡΕΙΑ

1. Αλώνια-Χαρμάν Γερί

Σ’ αυτό το χορό χόρευαν μόνο άνδρες σε κύκλο και με λαβή των χεριών σταυρωτά. Σήμερα χορεύεται από άνδρες και γυναίκες με διάταξη διαδοχική. Υπάρχουν δύο χορευτικές σειρές στα μέλη των οποίων πρέπει να υπάρχει ένας καλός τραγουδιστής. Ο χορός ξεκινάει προς τη φορά του κύκλου με αριστερό πόδι και το δεξί να ακολουθεί. Όταν κάποιος φωνάξει «πίσω», τότε οι χορευτές πηγαίνουν αντίθετα προς τη φορά, με αριστερό πόδι προς τα αριστερά αυτή τη φορά και το δεξί να ακολουθεί. Παλιά χορευόταν στα αλώνια και με τον τρόπο αυτό πατούσαν την παραγωγή τους. Τα λόγια του τραγουδιού είναι σχετικά «Το αλώνι είναι υγρό, πάτα σιγά…». Το μουσικό του μέτρο είναι 2/4.

2. Κάλε-Κάστρο

Ήταν κυκλικός χορός και τον χόρευαν άνδρες και γυναίκες όπως χορεύεται και σήμερα από πρόσφυγες της περιοχής Καισαρείας στους Ασκητές Ροδόπης. Τα βήματα του χορού πάνε στα τρία, με τα χέρια να κινούνται ιδιόμορφα πάνω κάτω. Στο ένα λυγίζουν στους αγκώνες, στο δυο ανεβαίνουν και στο τρία έρχονται στην αρχική θέση.


3.Χορός των μαχαιριών

Χορευόταν από δύο νέους, με τη συνοδεία μουσικών οργάνων, οι οποίοι κρατούσαν μαχαίρια. Ακολουθώντας τη μουσική πηδούσαν με λυγισμένα γόνατα και συνέκρουαν τα μαχαίρια ως μαχόμενοι πολεμιστές. Χορεύεται και σε άλλα μέρη της Καππαδοκίας.


ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΚΟΙ ΧΟΡΟΙ
Παιδία και Καππαδοκικοί χοροί

Το χτύπημα των ξύλινων κουταλιών, που λειτουργούν ως κρουστά όργανα και το ντέφι, που είναι κρουστό και χρησιμοποιούνταν πάρα πολύ από τις Καππαδόκισσες, βοηθούν τους χορευτές, αλλά περισσότερο τα παιδιά, να βελτιώσουν τη ρυθμική τους αγωγή, βιώνοντας το ρυθμό με το σώμα τους, αφού παράλληλα παράγουν ήχο και κινούνται σύμφωνα με αυτόν.
Τα κουτάλια, τα ζίλια και τα μαντήλια είναι αντικείμενα, που όταν δίνονται στα χέρια των παιδιών σε ρυθμικές και γενικότερα κινητικές δραστηριότητες, τα απελευθερώνουν, τα κάνουν να ενεργούν χωρίς συστολές, να δρουν πιο ελεύθερα, με αποτέλεσμα οι κινήσεις τους να είναι πιο αυθόρμητες και πιο προσωπικές για το κάθε παιδί, αφού η μουσική που φτάνει στον εσωτερικό κόσμο του, γίνεται αντιληπτή από το καθένα διαφορετικά. Έτσι, αντιδρά και εξωτερικεύει τα συναισθήματα του, επικοινωνεί και μετέχει στη χορευτική ομάδα. Ο εσωτερικός αυτός ρυθμός κάθε παιδιού με τη συμμετοχή του στη χορευτική ομάδα, πειθαρχεί στον προτεινόμενο ρυθμό, καθώς αυτό προσπαθεί, ώστε το κινητικό αποτέλεσμα της ομάδας να παρουσιάζει ομοιομορφία και τελειότητα στην κίνηση.

Οι χοροί αποτελούνται από αρμονικά διαμορφωμένες κινήσεις. Οι κινήσεις οργανώνονται στο χώρο με σταθερά προκαθορισμένα βήματα από την παράδοση και αυτός ο χορός πρέπει να αποτελεί το στόχο των χορευτικών συγκροτημάτων και των χορευτικών ομάδων των παραδοσιακών συλλόγων. Υπάρχουν και οι οργανωμένες χορογραφίες όπου ο χοροδιδάσκαλος επινοεί πάνω στα βασικά βήματα και στα παραδοσιακά στοιχεία μουσικής και σχημάτων του χορού, άλλες φιγούρες πιο θεαματικές, χρησιμοποιώντας τη δική του έμπνευση. Μια χορογραφία σήμερα έστω και παραδοσιακών χορών πρέπει να παρέχει και θέαμα. Εδώ όλοι οι φορείς πρέπει να σεβαστούν την παράδοση για να μη χάσει ο παραδοσιακός χορός την αυθεντικότητα του, με την προσθήκη νέων στοιχείων.

Όταν τα παιδιά ασχολούνται με παραδοσιακούς χορούς, δε διατηρούν μόνο την παράδοση και δεν αποκομίζουν μόνο εμπειρίες. Εκτελούν πολύπλοκες κινήσεις και έτσι έχουν μια καλή σωματική αντίληψη, μπορούν να αναλύσουν τις κινήσεις, να απομνημονεύσουν αυτές, να τις συντονίσουν, να εκτιμήσουν τις αποστάσεις και να χρησιμοποιήσουν την απαραίτητη δύναμη για το θεμιτό αποτέλεσμα. Εκφράζουν συναισθήματα και συγκινήσεις με το σώμα τους αλλά και μπορούν να αντιλαμβάνονται και τα συναισθήματα των άλλων παιδιών, επικοινωνώντας με ένα κινητικό κώδικα. Έτσι ο χορός δίκαια θεωρείται διαχρονικός, διαπολιτισμικός, πολυεθνικός.