Μητροπούλου 1, Μεταμόρφωση Σωτήρος, Αλεξανδρούπολη

Μιστί

Το Μιστί ή Μισθί (στα Τούρκικα Konaklı), είναι πρώην ελληνική κωμόπολη στην ιστορική περιοχή της Καππαδοκίας στην σημερινή Τουρκία, νότια της Καισάρειας, όπου στις αρχές του 20ου αι. ζούσαν τετρακόσιες χριστιανικές οικογένειες, κατοικώντας υπό την επιφάνεια του εδάφους.

ΑΡΧΑΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ

Η ιστορία της Καππαδοκίας είναι τεράστια και γοητευτική. Ο τόπος της κατοικήθηκε από τα μακρινότερα χρόνια της ανθρώπινης παρουσίας στη γη. Αυτό συνάγεται και από μια τοιχογραφία του 6500-6200 π. Χ., που βρέθηκε στο Catalhoyuk, για την οποία πιστεύουν ότι είναι από τις αρχαιότερες του κόσμου. Εκεί απεικονίζονται σπίτια της Καππαδοκίας και το ηφαίστειο του Αργαίου Όρους να εκρήγνυται. 

  Η Καππαδοκία κατά την αρχαιότητα ήταν μία εκ των 15 επαρχιών της Μικρασιατικής χερσονήσου. Τα σύνορά της εξ αιτίας των πολλών κατακτητών που αυτή γνώρισε , στη διάρκεια της μακράς ιστορίας της, συχνά μεταβάλλονταν. Από τη χώρα αυτή πέρασαν Καππαδόκες, Χετταίοι, Φρύγες, Έλληνες, Παφλαγόνες, Λυκάονες, Λυδοί, Πέρσες, Ιρανοί, Γαλάτες, Ρωμαίοι, Σελτζούκοι και Οθωμανοί Τούρκοι. Οι περισσότεροι χάθηκαν στο πέρασμα του ανελέητου χρόνου, αλλά όλοι άφησαν τη δική τους ιστορική κληρονομιά, η οποία συνδυάστηκε αρμονικότατα με την απλόχερη δωρεά της φύσης. Όλοι εκείνοι οι λαοί προσέφεραν στο χώρο τον πολιτισμό, τα ιερά σύμβολα και τους Θεούς τους, αφήνοντας τη δική τους ακατάλυτη ομορφιά στους αιώνες που πέρασαν. 

  Από την περιγραφή του Ηροδότου συμπεραίνουμε ότι οι Καππαδόκες κατείχαν τα ανατολικά εδάφη κατά μήκος του ποταμού Άλυ « ὁ ὀποίος ῥέων ἐκ τοῦ νότου μεταξύ Συρίων ( Καππαδοκών) καί Παφλαγόνων ἐκβάλλει πρός βορράν εἰς τόν καλούμενον Εὔξεινον Πόντον» (Ηροδ. Α΄,6). Ο Ηρόδοτος, αποκαλεί την Καππαδοκία «αυχένα» της Μικράς Ασίας ( ἔστι δε αὐχήν οὔτος τῆς χώρης ταύτης ἀπάσης- Α΄,72). Κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων της περσικής κυριαρχίας και της επακόλουθης ελληνορωμαϊκής , η Καππαδοκία περιελάμβανε όλες τις περιοχές ανάμεσα στον Εύξεινο Πόντο , την Αρμενία, τον Ευφράτη, τον Ταύρο , τη Λυκαονία και τον Άλυ ποταμό. 

 Επί της βασιλείας του Αρταξέρξη του Μνήμονα , η Καππαδοκία έγινε βασίλειο, παίρνοντας ως πρώτο βασιλιά της τον Αριαράθη τον Α’. Κατά την διάρκεια της βασιλείας του Αριαράθη του Β’, η Καππαδοκία τόσο η « Μεγάλη « όσο και η «Ποντιακή», ήταν κάτω από το ίδιο σκήπτρο. Έτσι ενωμένη την πήραν οι Μακεδόνες. Μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η Καππαδοκία διαιρέθηκε σε δύο κράτη.  

 Το όνομα « Καππαδοκία» , σύμφωνα με τη σύγχρονη γλωσσολογική έρευνα, ανάγεται στα χεττιτικά κείμενα , στη λέξη «KATWATNA» , που σημαίνει « Κάτω χώρες» και ενώ αρχικώς προσδιόριζε τις εκτάσεις νοτίως του όρους Ταύρου, σταδιακά κατέληξε να αναφέρεται σε τεράστια έκταση σχεδόν σε όλο το εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Παλαιότερα, πίστευαν πως το όνομα «Καππαδοκία» ήταν περσικό και προερχόταν από το «katpatuka» που     ερμηνεύεται « η χώρα των καλών αλόγων».

  Οι αρχαιότεροι λαοί της Καππαδοκίας πριν ακόμα κάνουν την εμφάνισή τους οι Ινδοευρωπαίοι, ήταν οι Χουσίτες και οι Τουράνιοι. Ένας άλλος λαός επίσης, που κυριάρχησε στην περιοχή της κεντρικής Ανατολίας, μεταξύ του 2500π.Χ. και του 2000 π.Χ., ήταν οι Χάττοι, οι οποίοι χάθηκαν δίχως να αφήσουν ίχνη του πολιτισμού τους. Κατά την ύστερη εποχή του χαλκού (1950-1800 π.Χ.), εμφανίστηκαν νέοι πληθυσμοί που έφεραν τη γραφή . Οι Ασσύριοι προερχόμενοι από τη βόρεια Μεσοποταμία, εγκαταστάθηκαν στις περιοχές ανάμεσα στο Ικόνιο και τη Μελιτήνη (Μαλάτια), όχι σαν κατακτητές αλλά σαν έμποροι και διάλεξαν για έδρα τους το Κιολτεπέ ανατολικά της Καισάρειας. 

  Στην αρχή της 2ης χιλιετίας,  η Μικρά Ασία δέχτηκε διαδοχικά κύματα Ινδοευρωπαίων κατακτητών.  Ένας από αυτούς ήταν οι Χετταίοι (2000- 1200 π. Χ.) οι οποίοι κατέβηκαν στη Μικρά Ασία από τον Καύκασο. Είναι οι πρώτοι που ίδρυσαν ένα αληθινό κράτος, ενώνοντας κάτω από το σκήπτρο τους τις πόλεις που ανθούσαν.  Πρωτεύουσά τους ήταν η Χατούσα ή Πτέρα ή Πτερίη. Μια πόλη χτισμένη και προσαρμοσμένη αρχιτεκτονικά με το περιβάλλον της περιοχής. Οι Χετταίοι, εκτός των άλλων, άφησαν τα ιστορικά τους αποτυπώματα και στους τεράστιους τρωγλοδυτικούς οικισμούς που είχαν δημιουργήσει. Έμειναν κυρίαρχοι στη Μικρά Ασία ως το 1200 π. Χ. περίπου, τότε που καταστράφηκαν από τους «λαούς της Θάλασσας».

   Ένας από τους λαούς που συμμετείχαν ενεργά στην πτώση των Χετταιών ήταν οι Φρύγες, αρχαίος λαός της Βαλκανικής, που πέρασε στη Μικρά Ασία εκτοπίζοντας τους Χετταιούς και ιδρύοντας ένα ανεξάρτητο κράτος, πάνω στα ερείπια των χετταϊκών πόλεων. Με την εμφάνιση των Φρυγών καταστράφηκαν όλες οι πόλεις των Χετταίων και οι ίδιοι εξαφανίστηκαν , για πάντα, από την ιστορία. Από την ανάμιξή τους με τους λαούς της περιοχής και ιδιαίτερα με τους Σύριους Καππαδόκες δημιουργήθηκε το πρώτο καππαδοκικό έθνος. Η γλώσσα των αρχαίων Καππαδοκών είχε πολλά φρυγικά στοιχεία. Επίσης, η αρχαία θρησκεία των Καππαδοκών ήταν ουσιαστικά φρυγική, με ορισμένες λατρείες και χαρακτηριστικά ιρανικών θεοτήτων. 

  Κατά την 2η χιλιετία π.Χ. , διαγράφεται η ταχεία άνοδος των Ασσυρίων που στα 1150 π.Χ. κατακτούν την Κομμαγηνή και τα Κόμανα της Καππαδοκίας. Όλη, σχεδόν, η περιοχή της Καππαδοκίας, μετά την κυριαρχία των Χετταιών , πέρασε στα χέρια των Ασσυρίων -με αρχηγό τους τον ιδρυτή του ασυριακού κράτους, Νίνο- οι οποίοι την κράτησαν για περίπου 500 χρόνια, ως τον 7ο αιώνα π.Χ. Το κράτος των Ασσυρίων γνώρισε τη μεγαλύτερη εξάπλωσή του με τον Σαργών το Β΄, τον 8ο αιώνα , ο οποίος επέκτεινε τα σύνορα του κράτους του μέχρι τον Άλυ ποταμό. 

  Τα μετέπειτα χρόνια επικράτησαν στην περιοχή οι Λυδοί, που πρόσθεσαν κι αυτοί το δικό τους λιθαράκι στην ιστορική εξέλιξή της. 

  Μετά το 650 π. Χ. η Καππαδοκία βρέθηκε υπό μηδική κυριαρχία.

  Γύρω στο 550 π. Χ. ο Κύρος νίκησε τον Κροίσο, το βασιλιά των Λυδών και δημιούργησε μια μεγάλη αυτοκρατορία στην οποία υποτάχθηκε και η Καππαδοκία. Στους ελληνοπερσικούς πολέμους ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι οι συγκεντρωμένες περσικές δυνάμεις υπό τον Ξέρξη είχαν ξεκινήσει από τα Κρίταλλα της Καππαδοκίας.

  Τα χρόνια εκείνα αναδείχτηκαν στην Καππαδοκία εγχώριοι βασιλείς. Πρώτος βασιλέας της ήταν ο Αριαράθης Α’ (374- 335 π. Χ.), ιδρυτής της μεγάλης δυναστείας των Αριαραθών. Ήταν εκείνος που ένωσε υπό την κυριαρχία του όλη την περιοχή και την κληρονόμησε στον Αριαράθη Β’, στα χρόνια του οποίου ο Μέγας Αλέξανδρος άρχισε την εκστρατεία κατά των Περσών. 

  Από τα πολύ αρχαία χρόνια, οι Έλληνες εμφανίζονται διασκορπισμένοι σε όλο τον κόσμο. Στα μέσα του 7ου αι. π. Χ., οι Μιλήσιοι έκαναν έντονη την παρουσία τους στα παράλια της Βόρειας Καππαδοκίας και επιβλήθηκαν υλικά και πολιτιστικά στους κατοίκους της, κατακτώντας τη Σινώπη και την Αμισό, τις σημαντικότερες πόλεις της περιοχής. Κατόπιν προωθήθηκαν προς το υψίπεδο  της καππαδοκικής ενδοχώρας. Ήρθαν σε επαφή με τους τότε ντόπιους πληθυσμούς του τόπου, έδωσαν και πήραν πολιτισμό, δημιούργησαν εμπορικές σχέσεις μαζί τους και αρκετές φορές προσέφεραν τις υπηρεσίες τους ως μισθοφόροι πολεμιστές στους διάφορους τοπικούς ηγεμόνες της περιοχής. Όλα εκείνα τους βοήθησαν να έχουν μια ισορροπημένη συνύπαρξη. Οι ελληνικές αποικίες έγιναν τα πνευματικά κέντρα της περιοχής. Μετέπειτα και άλλα ελληνικά φύλα ρίζωσαν στη Μικρά Ασία, χωρίς να αποξενωθούν από τις μητροπόλεις τους, διατηρώντας τα ήθη, τα έθιμα, τις παραδόσεις και την ιστορία τους, το άσβεστο εκείνο αναζωογονητικό ιερό πυρ της πνευματικής τους κληρονομιάς. Η πνευματική και υλική υπεροχή τους επέδρασε καταλυτικά σε όλους τους κατοίκους, οι οποίοι ζυμώθηκαν και ομογενοποιήθηκαν μαζί τους. 

ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ 

  Ο Μέγας Αλέξανδρος στρατηλάτης, ξεκίνησε την εκστρατεία του με έναν έξοχα οργανωμένο στρατό. Σκοπός και φιλοδοξία του ήταν να μεταδώσει και να κάνει κτήμα όλων των ανθρώπων τον ελληνικό πολιτισμό και την ελληνική παιδεία. Πίσω από τις φάλαγγές του ακολουθούσαν χιλιάδες άμαχοι, τους οποίους άφηνε στις νέες πόλεις που έχτιζε ή στις χώρες που κατακτούσε, δίνοντάς τους γη να καλλιεργήσουν και περιοχές να αναπτύξουν το εμπόριο και τις τέχνες. Οι πληροφορίες που δίνονται για την πορεία του Αλεξάνδρου στην Καππαδοκία είναι αντιφατικές. Την άνοιξη του 333 π. Χ. ο μέγας πολέμαρχος με ανασυγκροτημένα στρατεύματα προχώρησε προς τα Τύανα και τις Κιλίκιες πύλες, τις οποίες κατέλαβε. Δεν ενδιαφέρθηκε όμως να υποτάξει την κεντρική Καππαδοκία, αλλά περιορίστηκε μόνο στην υποτελή αναγνώριση της κυριαρχίας του από τον Αριαράθη, ορίζοντας σατράπη της χώρας ένα ντόπιο ηγεμόνα, τον Σαβίκτα ή Αβισταμένη. Επείγονταν για την εκστρατεία κατά του Δαρείου ή ίσως σεβάστηκε την αυτονομία της, γιατί  δεν ήθελε να πάει κόντρα με την «Ιερή Γεωγραφία», τη χαμένη εκείνη σοφία του κόσμου, που θεωρούσε την Καππαδοκία ιερή γη, η οποία δε θα έπρεπε να είναι κέντρο στρατιωτικών δυνάμεων, ούτε επιτρεπόταν να την καταλάβει κανείς στρατιωτικά. Η παρουσία του Μακεδόνα στρατηλάτη ήταν καταλυτική για τη χώρα των Καππαδοκών. Αν και η γεωπολιτική θέση της ήταν πολύ μακριά από τα άλλα ελληνικά κέντρα, πολλοί Έλληνες άποικοι συνέχισαν να εγκαθίστανται σ’ αυτήν, συμβάλλοντας έτσι ακόμη περισσότερο στον εξελληνισμό της. 
  Το 323 π. Χ. πέθανε ο Μέγας Αλέξανδρος και όλα άλλαξαν. Οι Μακεδόνες μέχρι τότε δεν είχαν κατακτήσει όλη την Καππαδοκία. Ο Περδίκας, για να την υποτάξει και να σταθεροποιήσει την εξουσία του σ’ αυτήν, πολέμησε μαζί με το Φίλιππο και τον Ευμένη εναντίον του τότε κυβερνήτη της Καππαδοκίας Αριαράθη, τον οποίον νίκησαν σε δύο πολύ φονικές μάχες. Όταν κατόπιν ο Περδίκας έκανε τη διανομή των σατραπειών, ενθρόνισε στον τόπο εκείνο τον πιστό στρατηγό του Ευμένη, στον οποίο έδωσε κατόπιν και όλες τις σατραπείες που βρίσκονταν πέρα από τον Ταύρο. Το 322 π. Χ. ο Ευμένης εγκαταστάθηκε στο φρούριο Νώρα, όπου τοποθέτησε Έλληνες αποίκους. Η επίδραση του ελληνικού πνεύματος στην περιοχή άρχισε να γίνεται ακόμη πιο έντονη. 
  Το 315 π. Χ. η Καππαδοκία καταλήφθηκε από τον Μακεδόνα Αντίγονο. Λίγα χρόνια αργότερα, το 301, μετά τη μάχη των επιγόνων στην Ιψό της Φρυγίας, δημιουργήθηκαν τα ελληνιστικά βασίλεια του Λυσίμαχου, του Σέλευκου, του Κάσσανδρου και του Πτολεμαίου. Με τη δημιουργία των βασιλείων εκείνων, ένα μέρος της Καππαδοκίας βρισκόταν υπό την επικυριαρχία του Λυσίμαχου, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της υπαγόταν στο κράτος Σελευκιδών. Πολλές από τις πόλεις που κατοικήθηκαν από τους Μακεδόνες αποτέλεσαν ελληνικά κέντρα πολιτικής και πολιτιστικής δράσεως. Ο Στράβων αναφέρει πως όταν οι Μακεδόνες παρέλαβαν την Καππαδοκία από τους Πέρσες, ήταν χωρισμένη σε δυο σατραπείες, γι’ αυτό δημιούργησαν δύο βασίλεια. Το ένα το ονόμασαν Κυρίως Καππαδοκία ή Καππαδοκία προς τον Ταύρο ή ακόμη Μεγάλη Καππαδοκία, ενώ το άλλο το ονόμασαν Πόντο ή Ποντική Καππαδοκία.  
  Το 301 π.Χ. μετά από 20 περίπου χρόνια μακεδονικής κυριαρχίας, άρχισε η έξωσή τους από τη χώρα και η αποκατάσταση της παλιάς ιρανικής δυναστείας. Δημιουργήθηκαν τότε δύο ανεξάρτητα κράτη. Η Μεγάλη Καππαδοκία ή Καππαδοκία προς τον Ταύρο, με κυβερνήτη τον Αριαράθη και η Ποντική Καππαδοκία ή Πόντο με κυβερνήτη το Μιθριδάτη Β’ τον Κτίστη. Η περίοδος εκείνη ήταν πολύ σημαντική για τον τόπο και ονομάζεται ελληνοκαππαδοκική, γιατί η περιοχή εκπολιτίστηκε και από ασιατική μεταμορφώθηκε σε ελληνική. Οι Ιρανοί μονάρχες θεώρησαν απαραίτητο να τα έχουν καλά με τα ελληνικά βασίλεια, γι’ αυτό επιδίωξαν και δημιούργησαν συμμαχίες με τον ελληνικό χώρο- ιδιαίτερα με την ακμαία Αθήνα, όπου πήγαιναν να αποκτήσουν ανώτερη ελληνική μόρφωση και παιδεία. Η φιλελληνική πολιτική των βασιλιάδων της Καππαδοκίας δημιούργησε μέγα ρεύμα αποίκων προς αυτήν. Χιλιάδες Έλληνες, που ο αριθμός τους όλο και μεγάλωνε, πήγαιναν να εγκατασταθούν εκεί, δημιουργώντας πλήθος πόλεων. Με τους Έλληνες αποίκους και την εκπαίδευση, ο καππαδοκικός χώρος κυριαρχήθηκε από τον ελληνικό πολιτισμό και τη γλώσσα. Όμως, αν και η αντικατάσταση των παλιών εγχώριων γλωσσών έγινε σε όλη την περιοχή, βασικά μετά τα χρόνια του Αλέξανδρου, παρ’ όλ’ αυτά, για πολλά χρόνια, οι Καππαδόκες μιλούσαν δυο γλώσσες. Τα ελληνικά τα μιλούσαν προφέροντας παχιά τα σύμφωνα και μπερδεύοντας τα φωνήεντα, γι’ αυτό ονομάζονταν μιξοβάρβαροι ή δίγλωσσοι. Η επικράτηση της ελληνικής γλώσσας γίνεται φανερή και από τα επίθετα των βασιλέων, όπως Ευσεβής, Φιλοπάτωρ, Φιλάδελφος. 
 

ΟΙ ΠΡΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΕΣ ΛΑΤΡΕΙΕΣ ΤΩΝ ΚΑΠΠΑΔΟΚΩΝ

Προχριστιανικές λατρείες
  Στην Καππαδοκία, στο σταυροδρόμι αυτό των πολιτισμών και των θρησκειών, πολλά χρόνια πριν την έλευση του Χριστού λάτρευαν τη Θεά Μα, τη θεότητα της δημιουργίας και του πολέμου και κυρία των άγριων θηρίων. Από αυτήν πήραν το όνομά τους τα Μάζακα και τα Κόμανα. Μαζί της λάτρευαν και το νεαρό σύντροφο και ακόλουθό της Θεό Μην. Τα αρχαία χρόνια υπήρχαν πολλοί λατρευτικοί χώροι  στην Καππαδοκία, που αποτελούσαν ανεξάρτητα ιερατικά κράτη, με μεγάλη πολιτική και οικονομική δύναμη. Οι κυριότεροι από αυτούς ήταν αφιερωμένοι στη Θεά Μα και βρίσκονταν στα Κόμανα της Καππαδοκίας και στην Πεσινούντα του Πόντου. Η πυρολατρεία ήταν διαδεδομένη στην περιοχή πάρα πολύ παλιά. Ίσως να ήταν και η πιο παλιά λατρεία των αρχαίων Καππαδοκών, οι οποίοι έβλεπαν τη λάβα των ηφαιστείων τους και πίστευαν πως υπήρχε κάποιος δαίμονας στο εσωτερικό της γης, τον οποίο έπρεπε να εξευμενίσουν. Λάτρευαν επίσης το περίβλεπτο και μεγαλοπρεπές βουνό τους Αργαίο, ως Θεό ή θεϊκό είδωλο, την Αναϊτιδα και το Μίθρα, ενώ είχαν και τη γιορτή των Σακαίων, κατάλοιπο της οποίας είναι τα Σάγια που συνεχίζουν ακόμη και σήμερα να τελούν οι Καππαδόκες την παραμονή των Θεοφανείων. 
 

ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΛΑΤΡΕΙΕΣ

Ελληνικές λατρείες
  Η Καππαδοκία των μεταλεξανδρινών χρόνων, αποτέλεσε ένα τόπο όπου επικράτησε ο ελληνικός πολιτισμός. Πολλοί μύθοι, δοξασίες, ήρωες, σύμβολα και Θεοί της μητροπολιτικής Ελλάδας υπήρχαν εκεί από παλαιότερες εποχές, αλλά με το πέρασμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου ρίζωσαν ακόμη καλύτερα. Το ανακάτεμα των παλιών φρυγικών και ιρανικών θεοτήτων με τους ελληνικούς, έφερε σύγχυση στην ονοματοδοσία τους. Η μεγάλη καππαδοκική θεά Μα, ονομάζονταν Ενυώ, Ρέα, Κυβέλη, Αθηνά ή Άρτεμη.
  Ο Ξένιος Δίας επίσης λατρευόταν ως προστάτης των Μαζάκων με το όνομα Δίας Μαζαίος και στα Τύανα με το όνομα Ζευς ο Ασβαμαίος. Η Κυβέλη, η μητέρα των Θεών, λατρευόταν με ιδιαίτερες τιμές. Τον Απόλλωνα τον τιμούσαν με το όνομα Απόλλων ο Πατρώος. Η Αθηνά, η θεά της σοφίας, λατρεύονταν ως προστάτιδα των βασιλικών οίκων. Η Ήρα αποτελούσε για τους Έλληνες της περιοχής το σύμβολο της συζυγικής αγάπης και λατρεύονταν ως προστάτιδα του γάμου. Οι Καππαδόκες απέδιδαν επίσης τιμές και στη θεά της γεωργίας Δήμητρα. Τιμούσαν επίσης τον Ερμή, τον αγγελιοφόρο των Θεών, πιο πολύ στην Καισάρεια και στα Τύανα, όπου τελούσαν προς τιμήν του μεγαλοπρεπείς αγώνες και γιορτές. Την Άρτεμη, τη θεά του κυνηγιού την ονόμαζαν Περασία Άρτεμη, γιατί σύμφωνα με την παράδοση πέρασε από την Καππαδοκία μεταφέροντας τον Ορέστη και την Ιφιγένεια από την Ταυρίδα στην Ελλάδα. Τιμούσαν επίσης το Διόνυσο και τον Πάνα, το θεό των βοσκών. Δε θα μπορούσαν, όπως ήταν φανερό, σ’ αυτή τη χώρα των σκληροτράχηλων αντρών να μην έδιναν οι Έλληνες τις πρέπουσες τιμές και στον Ηρακλή, το σύμβολο της δύναμης και του ηρωισμού. Σε επιγραφή που βρέθηκε στα Τύανα, αναφέρεται πως τελούσαν προς τιμήν του μεγαλοπρεπείς αγώνες. 
  Η μεγάλη προσφορά των Καππαδοκών φαίνεται και από την προσφορά τους στη μουσική, καθώς ήταν εκείνοι που ανακάλυψαν το αρχαίο μουσικό όργανο Ναύλα, που είχε δώδεκα φθόγγους και παίζονταν χτυπώντας το με τα δάχτυλα. 
  Χώρος και κοιτίδα των Αμαζόνων, του γυναικείου εκείνου πολεμικού λαού με την ιδιόμορφη πολιτεία τους, θεωρείται ότι ήταν οι εκβολές του Θερμώδοντα ποταμού (του ποταμού που όπως λέγανε έδινε υπερφυσικές δυνάμεις σε όσους έπιναν από τα νερά του). 
 

Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΡΩΜΗ

 

Καππαδοκικός κόσμος
  Στα πρώτα χριστιανικά χρόνια, η Καππαδοκία ήταν επαρχία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Οι Ρωμαίοι συνεργάστηκαν με τους Καππαδόκες και ανέπτυξαν φιλικές σχέσεις μαζί τους. Όμως είχαν μεν την πολιτική και στρατιωτική εξουσία στην περιοχή, αλλά η πνευματική κυριαρχία ανήκε στους Έλληνες. Η επαφή των Καππαδοκών με τους μεγάλους αρχαίους πολιτισμούς της Ανατολής και της Δύσης ήταν συνεχής και τους βοήθησε στην αφομοίωση των πολιτισμικών τους αγαθών. Την ελληνική γλώσσα τη μιλούσαν δάσκαλοι, ρήτορες και σοφιστές και ήταν η επικρατούσα στις συναλλαγές τους. Ο Απόστολος Παύλος αγόρευε στους κατοίκους του Ικονίου ελληνικά. Το ίδιο και ο Απόστολος Πέτρος, που αλληλογραφούσε με τους χριστιανούς της Καππαδοκίας στη γλώσσα των Ελλήνων. Η συνέχεια της χώρας αυτής ήταν να εξελιχθεί σε ένα από τα μεγαλύτερα πνευματικά και χριστιανικά κέντρα. Η ρωμαϊκή αυτοκρατορία ωφελήθηκε πολύ από την προσάρτησή της γιατί, εκτός των άλλων, της ήταν απαραίτητη για την άμυνα της αυτοκρατορίας.
 Στην Καππαδοκία παράγονταν και η περίφημη σινωπική μίλτος, την οποία ονόμασαν έτσι επειδή εξάγονταν συνήθως από το λιμάνι της Σινώπης. Η μίλτος αυτή ήταν η καλύτερη όλων και συγκρινόταν σε ποιότητα μόνο με την εφάμιλλή της ιβηρική. Ο πλούτος των ορυχείων της σε άργυρο και μόλυβδο και οι πολύτιμοι λίθοι της από αλάβαστρο, όνυχα και κρύσταλλο, απέφεραν πολλά οικονομικά οφέλη στους Ρωμαίους, γι’ αυτό εγκατέστησαν στην Καισάρεια και στα Τύανα το αυτοκρατορικό νομισματοκοπείο τους.
 Ο εξελληνισμός της Καππαδοκίας συνεχίστηκε και οι πόλεις της αναδιοργανώθηκαν ακόμη καλύτερα, διότι η ρωμαϊκή αυτοκρατορία τη θεώρησε ως μια από τις ζωτικότερες περιοχές της. Παράλληλα, από την εποχή του Καίσαρα, άρχισαν οι πρώτες εγκαταστάσεις ρωμαϊκών αποικιών, οι περισσότερες από τις οποίες θεμελιώθηκαν σε ήδη υπάρχουσες ελληνικές πόλεις. Μετά τον Καίσαρα Αύγουστο ιδρύθηκαν και από άλλους αυτοκράτορες αποικίες παλαιμάχων Ρωμαίων στα ανατολικά σύνορά της, όπως στην πόλη Άλαλα και στην Άρκα από το Μάρκο Αυρήλιο. Οι ρωμαϊκές αποικίες είχαν ιδιαίτερα προνόμια. Τον επίζηλο τίτλο της ρωμαϊκής αποικίας πήραν η Αρχελαϊδα, τα Τύανα και βεβαίως η Καισαρεία. Τέλος, μετά το χωρισμό της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας σε ανατολική και δυτική, όλη η Μικρασία είχε πια εξελληνιστεί. Η ελληνική γλώσσα κέρδιζε συνεχώς έδαφος, η δε εφαρμογή της ρωμαϊκής νομοθεσίας συνέβαλε σημαντικά στην ανάπτυξη του εμπορίου της. 
 

Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑ

 

Χριστιανισμός στην Καππαδοκία
  Η συμβολή των Καππαδοκών στη διάδοση και εξάπλωση του ευαγγελικού μηνύματος είναι πολύ μεγάλη. Στην ιερή γη τους, τη γεμάτη υπόγειους και ανώγειους οίκους του Θεού, γαλουχήθηκαν πολλοί Άγιοι της χριστιανικής πίστης, που διέδωσαν και στέριωσαν το λόγο του Χριστού από τα πρώτα ήδη αποστολικά χρόνια. Τότε, υπήρχαν ήδη χριστιανικές κοινότητες στην Καισάρεια και στα Τύανα. Φαίνεται πως οι εξελληνισμένοι Ιουδαίοι υπήρξαν οι κύριοι φορείς της διάδοσης του χριστιανισμού στην Καππαδοκία. Η διάδοση του χριστιανισμού στην περιοχή έγινε σχετικά εύκολα, λόγω της θρησκευτικής πολυμορφίας που υπήρχε στον τόπο, της ελληνικής γλώσσας και του γεγονότος ότι οι ταλαιπωρημένοι άνθρωποι της φτωχής αυτής χώρας βρήκαν στη χριστιανική πίστη διέξοδο, καταφυγή και ελπίδα. Αν και οι Καππαδόκες των προχριστιανικών χρόνων είχαν δυσφημιστεί ως πονηροί και δεισιδαίμονες, μετά τον εκχριστιανισμό τους, έγιναν οι πιο ευσεβείς άνθρωποι της Ανατολής. 
  Το μέρος της Καππαδοκίας καθαγιάστηκε από πολλούς Αγίους. Εκεί δίδαξε στην τρίτη περιοδεία του ο Απόστολος Παύλος μαζί με το Βαρνάβα. Ο απόστολος Πέτρος , αρχικά, στην πρώτη του επιστολή το 63-64 μ. Χ., που ήταν γραμμένη στην ελληνική γλώσσα, απευθύνθηκε και σ’ εκείνους και το 50 μ.Χ. , διέσχισε την Καππαδοκία και τον Πόντο , πριν φτάσει στην Άγκυρα. 
  Από όλα αυτά συνάγεται πως οι Καππαδόκες δέχτηκαν πολύ νωρίς το ευαγγελικό μήνυμα και πολλοί πίστεψαν στο Χριστό από τα πρώτα αποστολικά χρόνια. Γι’ αυτό και πολλοί εκ των μεγάλων πατέρων της εκκλησίας και των επιφανών συγγραφέων της , κατάγονταν από την Καππαδοκία. Η ελληνική γλώσσα θα πρέπει να ήταν η κύρια γλώσσα στην περιοχή, γιατί στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες η μεγάλη πλειοψηφία  των χριστιανών δεν ανήκε στην άρχουσα τάξη, αλλά στους απλούς καθημερινούς ανθρώπους του μόχθου. Αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι ο ιεραποστολικός χριστιανισμός χρησιμοποιούσε για τη διάδοσή του τις τοπικές γλώσσες και τις διαλέκτους των περιοχών όπου διδάσκονταν η αλήθεια του Θεανθρώπου, αυτό είναι ένα ακόμη αποδεικτικό στοιχείο ότι η ελληνική ήταν εκείνο τον καιρό η κρατούσα γλώσσα της περιοχής. Επιπλέον, όταν οι Απόστολοι του Χριστού αναφέρονται στους κατοίκους της Μικράς Ασίας, μιλούν μόνο για Έλληνες και Ιουδαίους, θεωρώντας Έλληνες όλους τους λαούς της περιοχής, όχι μόνο για την επικρατούσα ελληνική θρησκεία , αλλά πιθανότατα και λόγω της ελληνικής γλώσσας που μιλούσαν. 
  Ήδη τον 2ο αιώνα η Καισάρεια υπήρξε επισκοπική έδρα, λόγω της μεγάλης αύξησης των χριστιανικών κοινοτήτων και η δεύτερη επισκοπική έδρα ήταν η Μελιτηνή. Με την ίδρυση του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης (451) η Καισάρεια κράτησε την πρώτη θέση και τον τίτλο της «πρωτόθρονης». Στην ενίσχυση της θέσης κύρους  στην εκκλησία της Καισάρειας, έδωσε τον 4ο αιώνα μια σημαντική συμβολή, ο επίσκοπος Βασίλειος ο Μέγας.
  Κατά τον 4ο  αιώνα , το πιο σπουδαίο κέντρο άνθισης ολόκληρου του χριστιανισμού και προπύργιο της ορθής πίστης υπήρξε η Καππαδοκία, χάρη στους τρεις μεγάλους Καππαδόκες, Βασίλειο τον Μέγα, Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό και Γρηγόριο τον Νύσσης.
  Η σπουδαιότητα όμως της Καππαδοκίας για τον Χριστιανισμό είναι περισσότερο συνδεδεμένη με την ερημιτική και μοναστική ζωή, ενώ η χρυσή περίοδος της αναχωρητικής ζωής στην Καππαδοκία τοποθετείται μεταξύ του 10ου και 11ου αιώνα. Αργότερα τα συνεχή χτυπήματα των Σελτζούκων περιόρισαν, κατά πολύ, την ζωτικότητα αυτών των μοναστικών συγκροτημάτων που δοκίμασαν μια αργή πορεία εξευτελισμού και εγκατάλειψης.
  Ο 4ος αιώνας έχει σημαδευτεί από τα κηρύγματα του Μεγ. Βασιλείου , του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και του Γρηγορίου της Νύσσης.
 

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Βυζαντινή περίοδος

 

  Η Καππαδοκία στα πρώτα βυζαντινά χρόνια ήταν αγροτική επαρχία, με λίγες πόλεις και πολλούς αγροτικούς οικισμούς. Προοπτικές για τους φιλόδοξους και τους ταλαντούχους δεν υπήρχαν, γι’ αυτό πολλοί αναγκάζονταν να φεύγουν και να πηγαίνουν σε άλλες περιοχές με ανώτερη πνευματική και οικονομική ανάπτυξη. Οι περισσότεροι προτιμούσαν την Κωνσταντινούποη, τον «ομφαλό της αυτοκρατορίας», όπως την ονόμαζαν.
  Από την Καππαδοκία είχαν την προέλευσή τους σπουδαίοι βυζαντινοί οίκοι όπως οι Λασκάρεις ή Λασκαρίδαι, που ίδρυσαν τη δυναστεία της Νίκαιας με τους αδελφούς Κωνσταντίνο ΙΑ’ και Θεόδωρο Α’ το 1204- 1205, οι Διογέναι ή Διογένηδες, οι Μαλεϊνοι, οι Βοϊλαι, οι Φωκάδες, οι Αργυροί ή Αργυρόπουλοι κ.α. Είναι δε χαρακτηριστικές, ακόμη και σήμερα, οι ονομασίες τόπων, όπως το λαξευτό μοναστήρι του Εσκί Γκιουμουσλέρ, που βρίσκεται σε απόσταση 10 χιλιομέτρων βορειοανατολικά της Νίγδης στο κέντρο ενός πολύ μεγάλου βράχου. 
 Οι Καππαδόκες ήταν ο κυματοθραύστης των επιδρομέων από την Ανατολή και έδωσαν τον αγώνα τον καλό για τη διαφύλαξη των βυζαντινών συνόρων. Οι αυτοκράτορες, καταλαβαίνοντας τη στρατηγική αξία και σπουδαιότητα του χώρου της Καππαδοκίας, την έκαναν στρατιωτικό κέντρο. 
  Το βυζαντινό κράτος δέχτηκε μετά τον 7ο αι. τις καταστρεπτικές επιδρομές των εξισλαμισμένων Αράβων, με συνέπεια να χάσει πολλές από τις ανατολικές περιοχές του. Οι συνεχείς επιθέσεις που δέχονταν τα ανατολικά σύνορα του κράτους, ανάγκασαν τους ηγήτορες του Βυζαντίου να λάβουν έκτακτα μέτρα σωτηρίας του, όπως το χτίσιμο νέων οχυρών φρουρίων, κάστρων και τειχών. Όμως, στις απόμακρες εκείνες περιοχές δε θα είχαν επιτυχία ούτε αυτά τα αμυντικά έργα, γιατί οι αποφάσεις που έπρεπε να ληφθούν θα αργούσαν πάρα πολύ να παρθούν λόγω της τεράστιας απόστασης που χώριζε τα ανάκτορα της Βασιλεύουσας από τα σύνορα, όσο γρήγορα άλογα και να είχαν οι αγγελιαφόροι. Για να λύσουν το πρόβλημα οι Βυζαντινοί, εφάρμοσαν ένα μοναδικό σύστημα επικοινωνίας, που βασιζόταν σε φωτεινά σήματα, τον οπτικό  «τηλέγραφο». Οι βυζαντινοί αυτοκράτορες προσπάθησαν να διώξουν τους Άραβες, μα δεν τα κατάφεραν. Για 200 περίπου χρόνια η χώρα των Καππαδοκών ήταν ένα απέραντο πεδίο μαχών και οι Έλληνες του τόπου έγιναν το προπύργιο της βυζαντινής αυτοκρατορίας στα ανατολικά σύνορα του κράτους. Οι ακρίτες, βράχοι ασάλευτοι πάνω στους πύργους και τα κάστρα, κράτησαν και δεν άφησαν τα μανιασμένα βαρβαρικά κύματα να κατακτήσουν τη χώρα τους. 
  Οι κυβερνήτες, καθιέρωσαν τα «θέματα», όπου εγκατέστησαν έναν ιδιαίτερης μορφής και αξίας μόνιμο στρατό για την άμυνά τους, τους Ακρίτες. Αυτοί, αποτελούσαν ξέχωρο στρατιωτικό σώμα, από άριστους μαχητές, που διακρίνονταν για το θάρρος, την ανδρεία, τη δύναμη, την αντοχή και την άριστη γνώση της πολεμικής τέχνης. Ζούσαν μόνιμα, με τις οικογένειές τους, στα πιο επικίνδυνα μέρη των συνόρων, τα οποία θα μπορούσαν να γίνουν περάσματα επιδρομέων και έπρεπε να τα κρατήσουν πάση θυσία. Με το νέο αυτό στρατιωτικό σύστημα, το βυζαντινό κράτος έδινε σε γεωργούς αγροκτήματα για να τα καλλιεργούν, με την υποχρέωση να προσφέρουν, όποτε παραστεί ανάγκη, αυτοί και οι απόγονοί τους στρατιωτικές υπηρεσίες στις αυτοκρατορικές δυνάμεις. Η ιδιοκτησία της γης κληρονομούνταν στα παιδιά τους, αρκεί βέβαια να συνέχιζαν το έργο των πατεράδων τους. Δεν είχαν όμως το δικαίωμα και ούτε μπορούσαν να την πουλήσουν σε άλλους. Εκτός από τα στρατιωτόπια είχαν κι άλλα πλεονεκτήματα, όπως το να παίρνουν μισθό και την απαλλαγή τους από κάθε φορολογία. Με την οργάνωση αυτή, αργά αλλά σταθερά, σχηματίστηκαν στην ανατολική οριογραμμή του βυζαντινού κράτους, στρατιωτικές αποικίες, απαρτιζόμενες από Αρμένιους, Θράκες και άλλες φυλές, αλλά βασικά από ντόπιους Έλληνες της Καππαδοκίας, του Πόντου και της Κιλικίας. Η ακριτική εποποιία, βρήκε στην Καππαδοκία τον ιδανικό τόπο για να αναδειχτεί. 
  Οι Ακρίτες, με τους ηρωισμούς, τον πλούτο, τη μεγαλοπρεπή εμφάνιση, τα χρυσοστόλιστα άλογα και τα περιπετειώδη ερωτικά ειδύλλιά τους, δημιούργησαν στο λαό ψυχική ανάταση. Ο λαός τους έπλεξε το εγκώμιο, δημιουργώντας ένα μεγάλο επικό ποίημα, που φέρει το όνομα και περιγράφει τη ζωή, τα ανδραγαθήματα και τις περιπέτειες του Βασίλειου Διγενή Ακρίτα. Τα ακριτικά τραγούδια είχαν προέλευση τη χώρα της Καππαδοκίας και κατόπιν διαδόθηκαν σε όλο τον ελληνικό κόσμο. Η φήμη του Διγενή Ακρίτα έφτασε σε όλη τη χριστιανική Ανατολή. Η ιδιαίτερη πατρίδα του Βασιλείου Διγενή Ακρίτα, πρέπει να ήταν το Χαρσιανό θέμα, πρωτεύουσα του οποίου ήταν η Καισάρεια της Καππαδοκίας. Πατέρας του Διγενή ήταν ο εμίρης της Μελιτήνης της Συρίας Μουσούρ και μητέρα του η Καππαδόκισα Ειρήνη Δούκαινα, κόρη Έλληνα στρατηγού. Για να την παντρευτεί ο Μουσούρ, βαφτίστηκε χριστιανός. Γι’ αυτό ο Βασίλειος, που στις φλέβες του έτρεχε από τη μια μεριά της μητέρας του ελληνικό αίμα κι από την πλευρά του πατέρα του αραβικό αίμα, ονομάστηκε Διγενής. Ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος αναφέρει ότι ο Κωνσταντίνος Δούκας ήταν στρατηγός του Χαρσιανού θέματος. Οι ερευνητές καταλήγουν ότι το κάστρο του Χαρσιανού θέματος βρισκόταν στο Τσουχούρ της Καππαδοκίας. Εκεί, όπου η φύση φαίνεται σαν να είναι από μάρμαρο, ήταν τα «Μαρμαρένια Αλώνια» του Βασίλειου Διγενή Ακρίτα και των συναγωνιστών του. 
 
9ος- 10ος αι. μ. Χ. – ΧΡΟΝΙΑ ΕΙΡΗΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ
Χρόνια ειρήνης
  Από τα μέσα του 9ου αι., ορισμένα μέρη της Καππαδοκίας και της Λυκαονίας αποτέλεσαν ενιαία στρατιωτική και διοικητική περιφέρεια, που ονομάστηκε «Θέμα Καππαδοκίας». Την εποχή του Νικηφόρου Α’, οι Άραβες ξανάρχισαν τις επιθέσεις κατά των βυζαντινών επαρχιών της Καππαδοκίας, της Λυκαονίας και της Φρυγίας. Το 806 ο Ααρών με μεγάλο στρατό εκστράτευσε εναντίον της Μικράς Ασίας και κατέλαβε τα Τύανα, τη Μαλακοπή και άλλες βυζαντινές πόλεις και φρούρια. Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Γ’ ξεκίνησε το 865, επικεφαλής της μεγάλης στρατιάς του και πραγματοποίησε μεγάλη επίθεση κατά των Αράβων, διώχνοντάς τους από την Καππαδοκία. Στα χρόνια του Κωνσταντίνου Ζ’ του Πορφυρογέννητου, ο Νικηφόρος Λέων και ο Κωνσταντίνος Φωκάς διορίστηκαν στρατηγοί των σημαντικών συνοριακών θεμάτων των Ανατολικών, της Καππαδοκίας και της Σελευκείας. Το 963 αναγορεύτηκε στην Καισάρεια αυτοκράτορας του βυζαντινού κράτους ο Καππαδόκης στρατηγός Νικηφόρος Φωκάς. Ο νέος βασιλιάς, γνωρίζοντας πόσο στρατηγική ήταν η θέση της ιδιαίτερης πατρίδας του, παρέμεινε σ’ αυτήν από το 964 ως το 965. Στις αρχές του 964, ο στρατός του με αρχηγό τον στρατηγό Ιωάννη Τσιμισκή προκάλεσε στον Άδανα πανωλεθρία στους Άραβες, διώχνοντάς τους πέρα από την Καππαδοκία. . Στο Τσαβουσίν, η εκκλησία του Νικηφόρου Φωκά διατηρεί τοιχογραφίες που θυμίζουν τις νίκες του και τις νίκες των συντρόφων του, του αδερφού του Λέοντα Φωκά και του Ιωάννη Τσιμισκή. Η Καππαδοκία έγινε πάλι εσωτερική Βυζαντινή επαρχία.
  Μετά τη νίκη αυτή του Ιωάννη Τσιμισκή, σταμάτησαν οι επιδρομές κατά των βυζαντινών εδαφών και οι Ρωμιοί ξαναβρήκαν την ηρεμία τους. Για περισσότερα από 100 χρόνια επικράτησε ειρήνη στην ανατολική οριογραμμή του Βυζαντίου και οι Καππαδόκες μπόρεσαν πάλι να αναδείξουν τις πολιτιστικές τους αξίες. Ξέχωρη θέση, ανάμεσα στα έργα του πολιτισμού τους εκείνων των χρόνων, είχαν και οι πολύ όμορφες λαξευτές ή λιθόκτιστες εκκλησίες που οικοδόμησαν και αγιογράφησαν. 
 

Η ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΕΛΤΖΟΥΚΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΟΘΩΜΑΝΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ

 

Επικράτηση των Σελτζουκων 
  Ίσαμε τον 11ο αι. οι Βυζαντινοί ζούσαν σχετικά ήσυχα, μέχρι που άρχισε η διείσδυση τουρκικών και μογγολικών λαών από την ευρασιατική στέπα στα μέρη τους. Πρώτοι εμφανίστηκαν οι Σελτζούκοι Τούρκοι, οι οποίοι το 1067 κατέλαβαν την Καισαρεία και βεβήλωσαν το ιερό του Αγίου Βασιλείου. Η πρωτεύουσα της Καππαδοκίας καταστράφηκε και στη θέση της έμειναν μόνο ερείπια.  
  Φτάνοντας στο 12ο αι., όλες οι ανατολικές βυζαντινές επαρχίες πέρασαν στα χέρια των Σελτζούκων και οι Βυζαντινοί έκαναν απέλπιδες προσπάθειες για να σώσουν ό,τι μπορούσαν από το κράτος τους. Το 1116 η Καππαδοκία εντάχθηκε στο «σουλτανάτο του Ικονίου», το οποίο ονομάστηκε «Πριγκιπάτο των Ρουμ», δηλαδή πριγκιπάτο της χώρας των Ρωμαίων της Ανατολής.
  Οι υπόδουλοι χριστιανοί ζούσαν βίο αβίωτο και πολλοί από αυτούς αναγκάστηκαν να αλλαξοπιστήσουν, για να έχουν μια καλύτερη θέση στη νέα τάξη πραγμάτων. Οι πιο πολλοί βίαιοι εξισλαμισμοί έγιναν ως επί το πλείστον από τον 15ο –  18ο αι. Παρ’ όλα τα δεινά των Ρωμαίων, οι μοναστικές πολιτείες συνέχιζαν να υπάρχουν και να λειτουργούν. 
  Το 1243 το σελτζουκικό κράτος διαλύθηκε και οι επαρχίες της Καππαδοκίας πέρασαν στα χέρια της δυναστείας των «Καραμάν ογλού». Σχηματίστηκε τότε ένα νέο αυτόνομο σουλτανάτο, από περιοχές βασικά της Καππαδοκίας και της Λυκαονίας, που ονομάστηκε Καραμανία ή αλλιώς το κράτος του Καραμάν. 
  Οι Οθωμανοί Τούρκοι, ξεκίνησαν από την κεντρική Ασία με αρχηγό τους τον Οσμάν ή Οθωμάν και εγκαταστάθηκαν στην ανατολική βυζαντινή μεθόριο. Όταν το 1389 ανέβηκε στο θρόνο των οσμανιδών σουλτανάτων ο Βαγιεζίτ ο Κεραυνός, κατέλαβε τη δυτική κι ένα μέρος της κεντρικής Ανατολίας, συμπεριλαμβανομένης και της Νίγδης. Η περιοχή της Νίγδης προσαρτήθηκε οριστικά από τους Οθωμανούς το 1470. Το 1474 ενσωμάτωσαν το εμιράτο του Καραμάν, το δε 1476 πέρασε στα χέρια τους η Καισάρεια. Μετά την επικράτησή τους, οι Οθωμανοί δε σεβάστηκαν κανένα ιερό και όσιο των ραγιάδων. Από τους ναούς των Ρωμιών, άλλους γκρέμιζαν και άλλους μετέβαλαν σε μουσουλμανικούς χώρους λατρείας. Σε όσους απέμειναν, απαγορεύτηκε η συντήρησή τους, με αποτέλεσμα την αργή αλλά σταθερή κατάρρευσή τους. Ταπείνωναν τους Έλληνες και τους ανάγκαζαν να καταβάλουν ακόμη και κεφαλικό φόρο, για να μπορούν να ζουν στην οθωμανική επικράτεια. Ανάμεσα στα άλλα απαγόρευσαν την ελληνική ομιλία, τους υποχρέωναν να μένουν σε φτωχές γειτονιές, να ντύνονται φτωχικά, να μην ιππεύουν σε άλογο, να παραμερίζουν και να σκύβουν το κεφάλι όταν περνούσαν Τούρκοι και άλλες ταπεινώσεις και δοκιμασίες που δεν είχαν τελειωμό. Οι τιμωρίες σε όσους παρέβαιναν και δεν εφάρμοζαν τις εντολές ήταν φρικτές. 
 

ΑΦΥΠΝΙΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

 

Αφύπνιση και αναγέννηση
  Πολλοί Έλληνες της Καππαδοκίας, της Καραμανίας και του Πόντου, μεταφέρθηκαν σε άλλα κατακτημένα από τους Τούρκους μέρη, όπως την Κωνσταντινούπολη, για να βοηθήσουν με την αξιοσύνη τους στην αναδιοργάνωση και στο πολιτιστικό ξαναζωντάνεμα των νέων τουρκικών κατακτήσεων. Συγκεκριμένα, μετά την άλωση της Πόλης το 1453 από τους Τούρκους, η πρωτεύουσα της πάλαι ποτέ βυζαντινής αυτοκρατορίας ερήμωσε. Γι’ αυτό ο Μεχμέτ  Β’ ήθελε οπωσδήποτε να την επαναλειτουργήσει. Έτσι, έδωσε εντολή να μεταφερθούν στην Κωνσταντινούπολη χιλιάδες Ρωμιοί από τη σφύζουσα σε Ελληνισμό Καραμανία, για να την ανασυνοικίσουν και να της δώσουν ζωντάνια. Όλες εκείνες οι μετακινήσεις μπορεί να βοήθησαν στο ξαναζωντάνεμα του Ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης και των άλλων περιοχών, όμως αραίωσαν σε σημαντικό βαθμό τον ελληνοχριστιανικό πληθυσμό της Καππαδοκίας. 
  Οι κυριότεροι δρόμοι για το μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα των Ελλήνων της Καππαδοκίας, ήταν στην αρχή τουλάχιστον, προς την Κωνσταντινούπολη, όπως προαναφέρθηκε, τη Μερσίνα, την Αλεξάνδρεια, τη Σμύρνη και την Αμισό του Πόντου. Με την πάροδο όμως των χρόνων, όλοι οι δρόμοι της Μικράς Ασίας, της μητροπολιτικής Ελλάδας, της Ρωσίας, της Αιγύπτου και της Αμερικής, τους οδηγούσαν στην αποδημία. Το κακό ήταν ότι το μεταναστευτικό κύμα είχε πολλές φορές μονόδρομη φορά. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που πλούτισαν, ενώ ήταν αρκετοί εκείνοι που κατέλαβαν ανώτερες κοινωνικές και διοικητικές θέσεις. Ανέδειξαν έτσι τη δυναμική τους και ξεχώρισαν στην παιδεία, το εμπόριο, τη διπλωματία και την κοινωνική ζωή. 
  Οι απόδημοι Καππαδόκες είχαν αξιοζήλευτη αλληλεγγύη μεταξύ τους. Οργανώνονταν σε παροικίες ή συντεχνίες των χωριών τους και βοηθούσαν τους συμπατριώτες τους, ιδιαίτερα τους νεοφερμένους μετανάστες μέχρι να ορθοποδήσουν κι εκείνοι. Δημιούργησαν επίσης συλλόγους και φιλεκπαιδευτικές αδελφότητες. Ωστόσο, δε μπορούσαν να λησμονήσουν τους τόπους και τα άγια χώματά τους, ούτε βέβαια τα εθνικά τους σύμβολα που ήταν το σχολείο και η εκκλησία. Έτσι, με πλούσιες δωρεές, τους έχτιζαν σχολεία και εκκλησίες, άνοιγαν πηγάδια για νερό, βοηθούσαν τα άπορα παιδιά, έδιναν υποτροφίες για ανώτερες σπουδές στους άξιους μαθητές, αγόραζαν βιβλία και μισθοδοτούσαν τους δασκάλους. Η εκπαίδευση και η διάδοση της ελληνικής παιδείας, ήταν πρωταρχικής σημασίας για τους Ρωμιούς της Καππαδοκίας. Έτσι, ο φωτισμός των Ελλήνων της Ανατολής ήταν πλέον θέμα χρόνου. 
 

ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΠΛΗΘΥΣΜΩΝ- ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΣΤΗ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ

 

Ανταλλαγή πληθυσμών
  Η ζωή στην Καππαδοκία δεν ήταν εύκολη, ήταν όμως η ζωή που ήξεραν , η ζωή που έμαθαν από γενιές πριν να ζούνε. Εκεί, στα βάθη της Μικράς Ασίας δημιούργησαν τις οικογένειές τους με στήριγμά τους μόνο την πίστη τους στην ορθοδοξία και την εθνική τους υπόσταση. Έφτιαχναν τις κατοικίες τους μέσα στη γη για να αμυνθούν. Η τιμή ,η περιουσία, και η ζωή τους βρισκόταν στη διάθεση κάθε λογής επιδρομέων. Ο τρωγλοδυτισμός των κατοίκων της Καππαδοκίας δεν έχει περάσει ακόμα στην ιστορία. Στις αρχές του 19ου αιώνα αρχίζουν να κτίζουν τα σπίτια τους στην επιφάνεια, μικρά , απλά και φτωχικά από πέτρα. Οι ασχολίες τους ήταν η γεωργία , το εμπόριο και οι τέχνες. Ο πυρήνας της κοινωνίας της Καππαδοκίας, η οικογένεια, ήταν συγκροτημένος πατριαρχικά. Αρχηγός ήταν ο πατέρας. Τα παιδιά που παντρεύονταν έμεναν γύρω από τη πατριαρχική οικογένεια κτίζοντας παράλληλα και τα νέα τους σπίτια. Για όλα τα σημαντικά ζητήματα αποφάσιζε ο πατέρας. Η γυναίκα αναλάμβανε το ρόλο της μητέρας, αλλά δεν είχε καμία δυνατότητα να εκφέρει γνώμη για οποιαδήποτε θέμα.
  Έτσι ακριβώς λειτουργούσε η δομή της κοινωνίας στη Καππαδοκία μέχρι περίπου το 1924, όπου φτάνει η ώρα της ανταλλαγής των πληθυσμών. Το νέο ήρθε και δημιούργησε αντίθετα συναισθήματα στους κατοίκους της Καππαδοκίας. Χαρά και λύπη μαζί: « που θα αφήσουμε τα σπίτια μας;», « οι εκκλησιές μας τι θα γίνουν;». Και από την άλλη η χαρά της επιστροφής στη μητέρα πατρίδα, την Ελλάδα. Φόβος και ελπίδα : « εκεί που θα πάμε τι θα βρούμε;»,       « δικοί μας είναι θα μας σταθούν». Έφτιαξαν τα δισάκια τους, πήραν τα ιερά σκεύη και τα εικονίσματα από τις εκκλησιές τους, τα φόρτωσαν στα κάρα και κίνησαν με ενδιάμεσους σταθμούς το Ερεγλί, και το Ουλούκισλα για τη Μερσίνα, τόπος απ’ όπου θα έμπαιναν στα πλοία με προορισμό την Ελλάδα.
  Πόνος και ταλαιπωρία . Άντρες, γυναίκες και παιδιά στο μακρύ δρόμο της προσφυγιάς . Στο Ουλούκισλα, μπήκαν στα τρένα και έφτασαν στην Μερσίνα, όπου έμειναν 20 μέρες σε σκηνές . Ήταν κατακαλόκαιρο , η ζέστη δυνατή , η ακαθαρσία ανυπόφορη και οι συνέπειες του συνωστισμού και της απλυσιάς γίνονταν ενοχλητικές. Ήρθε η ώρα που τους φόρτωσαν στα βαπόρια σαν ζώα , ο ένας πάνω στον άλλο. Ψείρα , αρρώστια και πείνα.. Όσοι πέθαιναν τους τύλιγαν σ’ ένα σακί και τους πετούσαν στη θάλασσα.. Παιδιά έχασαν τις μάνες τους ή έμειναν ορφανά. Αυτά ίσως να ήταν το τίμημα της επιστροφής!
   Όταν έφτασαν στον Πειραιά έμειναν μέσα στο πλοίο δέκα μέρες περίπου κι εδώ αρκετοί πέθαναν από τις κακουχίες και την ακαθαρσία του βαποριού. Τους κούρεψαν για τις ψείρες και τους έβαλαν σ’ άλλα πλοία . Εδώ τελείωσαν τα βάσανα του ξεσηκωμού. Άρχισε όμως η διασπορά και το θέρισμα από την ελονοσία. Οι ντόπιοι δεν τους ήθελαν – ήταν κατώτεροι. Τους κοιτούσαν με μισό μάτι, όπως χαρακτηριστικά λένε οι ίδιοι, μα ήταν μόνο πρόσφυγες. Σ’ ένα άγνωστο τόπο και με ένα μέλλον αβέβαιο.
  Ξεκληρίστηκαν ολόκληρες οικογένειες από τις επιδημίες….Όσο κι αν ψάξανε να βρούνε μέρος για να καθίσουν όλοι μαζί, όπως ήταν στα χωριά τους στην Καππαδοκία δεν βρέθηκε. Έτσι χωρίστηκαν και σκορπίστηκαν στους τέσσερις ανέμους της Ελλάδας. 
  Επιλέξανε τον τόπο που τους ταίριαζε καλύτερα και ξεκίνησαν απ’ την αρχή. Πήραν δάνεια κι ολόκληρες οικογένειες μαζί αγόρασαν ένα βόδι ή ένα κάρο για να πέσουν με τα μούτρα στη δουλειά και να σταθούν στα πόδια τους. Δούλεψαν σκληρά πολύ σκληρά. Οι ξακουστοί κετσετζήδες (παπλωματάδες) έπιασαν κι εδώ δουλειά. Ξεκινούσαν από τον τόπο τους και περπατούσαν αμέτρητα χιλιόμετρα κάθε μέρα στην Αθήνα διαλαλώντας την τέχνη τους . Γυρνούσαν στα σπίτια τους μετά από πολλούς μήνες, να σπείρουν τα χωράφια τους , να κόψουν ξύλα, να πουλήσουν , να ασχοληθούν με την οικογένεια. Στο διάστημα που λείπουν οι άντρες από τα σπίτια τους , η γυναίκα παίρνει τη θέση τους. Αυτή θα κόψει ξύλα , θα βγάλει τα ζώα στη βοσκή, θα διαπαιδαγωγήσει τα παιδιά. Ακόμη και τα 
παιδιά ανάλογα με την ηλικία τους έκαναν χίλιες δυο δουλειές, ήταν στήριγμα και χρήσιμα για την οικογένεια.
  Με τον καιρό δημιουργήθηκαν, έφτιαξαν περιουσίες , απόκτησαν τα δικά τους σπίτια και χωράφια, μα δεν ξέχασαν ούτε στιγμή την καταγωγή τους και τα χωριά τους εκεί στα βάθη της Ανατολίας, στην Καππαδοκία. Προπάντων δεν ξέχασαν ούτε για μια στιγμή την πίστη τους στο Θεό και στην Ορθοδοξία, απ’ όπου αντλήσανε δύναμη. Ούτε όταν μάζευαν τα λίγα υπάρχοντά τους , ούτε όταν τους φόρτωσαν στα βαπόρια , ούτε κι όταν οι ντόπιοι τους γυρνούσαν την πλάτη.           
 
Σήμερα, εμείς, 4η γενιά αυτών των ανθρώπων , ανατριχιάζουμε και δακρύζουμε όταν θυμόμαστε τις ατέλειωτες ιστορίες για την πατρίδα που έλεγαν οι παππούδες μας. Ιστορίες που είχαν μόνο αρχή, κι αν η ζωή τους τέλειωσε, οι ιστορίες αυτές δεν τέλειωσαν ποτέ και δεν θα τελειώσουν ούτε στο μέλλον, γιατί εμείς θυμόμαστε και δεν ξεχνούμε ότι είμαστε Καππαδόκες.
 

Ο παρακάτω πίνακας δείχνει ενδεικτικά πού πήγαν οι πρόσφυγες Καππαδόκες στην Ελλάδα και από ποια περιοχή κατάγονταν:

ΑΠΟ

ΣΕ

ΦΑΡΑΣΑ

ΠΛΑΤΥ ΗΜΑΘΕΙΑΣ, ΜΟΣΧΑΤΟ ΑΤΤΙΚΗΣ, ΚΟΝΙΤΣΑ

ΑΞΟΣ

ΑΞΟΣ ΓΙΑΝΝΙΤΣΩΝ, ΚΥΡΙΑ ΔΡΑΜΑΣ

ΚΑΡΒΑΛΗ

ΚΑΡΒΑΛΗ ΚΑΒΑΛΑΣ

ΑΡΑΒΙΣΣΟ

Ν. ΑΡΑΒΙΣΟΣ ΣΚΥΔΡΑΣ

ΣΥΛΑΤΑ

Ν. ΣΥΛΑΤΑ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ

ΝΕΑΠΟΛΗ

ΝΕΑΠΟΛΗ ΘΕΣ/ΝΙΚΗΣ

ΦΛΟΙΤΑ

Ν. ΦΛΟΓΗΤΑ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ

ΜΑΛΑΚΟΠΗ

ΜΑΛΑΚΟΠΗ ΘΕΣ/ΚΗΣ

ΠΟΤΑΜΙΑ

ΕΜΟΡΦΟΧΩΡΙ ΛΑΡΙΣΑΣ

ΠΡΟΚΟΠΗ

ΘΕΣ/ΝΙΚΗ, Ν. ΠΡΟΚΟΠΗ ΕΥΒΟΙΑΣ

ΣΙΝΑΣΟ

ΑΘΗΝΑ , Ν. ΣΙΝΑΣΟΣ ΕΥΒΟΙΑΣ

ΜΙΣΤΙ

ΑΛΕΞ/ΠΟΛΗ, ΞΑΝΘΗ, ΚΑΒΑΛΑ,  
ΑΓΙΟΝΕΡΙ ΚΙΛΚΙΣ, ΞΗΡΟΧΩΡΙ ΘΕΣ/ΝΙΚΗΣ
ΛΑΡΙΣΑ, ΚΟΝΙΤΣΑ κ. α.

ΤΣΑΡΙΚΛΙ

ΜΑΥΡΟΛΟΦΟΣ, ΑΛΓΙΡΟΧΩΡΙ,  
ΕΥΞΕΙΝΟΥΠΟΛΗ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ
ΑΝΑΒΥΣΣΟ ΑΤΤΙΚΗΣ

ΕΝΕΧΙΛ

ΑΝΑΒΥΣΣΟ ΑΤΤΙΚΗΣ,
Ν. ΑΡΑΒΙΣΣΟ ΣΚΥΔΡΑΣ

ΑΝΑΚΟΥ

ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΣΕΛΤΕΚ

Ν. ΙΚΟΝΙΟ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ

ΚΑΡΑΤΖΑΒΙΡΑΝ

ΚΟΜΝΗΝΑ

ΔΗΛΑ

ΧΑΛΚΙΑΔΕΣ ΦΑΡΣΑΛΩΝ

ΣΕΜΕΝΤΕΡΕ

Ν. ΣΗΜΑΝΤΡΑ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ

ΑΝΤΑΒΑΛ

ΔΙΑΣΠΑΡΤΟΙ ΣΤΗ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ

.