Σε ένα χωριό της Ανατολής ζούσε κάποτε μία πολύ φτωχή οικογένεια που είχε εφτά παιδιά. Για σπίτι είχανε ένα καλύβι σκεπασμένο με καλαμιές και γύρω- γύρω πάλι φυλαγμένο με καλαμιές.
Το ψωμί της οικογένειας ήταν πάντα λιγοστό. Όταν βοηθούσε η τύχη φώναζαν τον πατέρα για δουλειά και για μεροκάματο, του δίνανε ένα ψωμί ή καμπόσο αλεύρι. Το αλεύρι που μαζεύονταν, η μάνα το ζύμωνε και το φούρνιζε μέσα σ’ ένα λάκκο που είχαν στο καλύβι και χρησίμευε σαν θερμάστρα για το χειμώνα. Την ημέρα που ήταν η μάνα να ετοιμάσει το ψωμί, γύρω- γύρω τα παιδιά περίμεναν πότε θα ξεφουρνίσει η μάνα και έτρωγαν τη μερίδα τους πριν καλά- καλά κρυώσει. Μες στο καλύβι ήταν μες στη χαρά. Μετά το ψωμοφάγι, τα παιδιά τραγουδούσαν και χόρευαν χωρίς σταμάτημα. Η μάνα και ο πατέρας, βλέποντας τα παιδιά χορτάτα και χαρούμενα, έπαιρναν κι αυτοί τη δική τους χαρά. . Τα τραγούδια είχαν δικά τους λόγια απλά και αληθινά:
«Έχουμε καλό ψωμί σήμερα είναι γιορτή έχει το ψωμί αλάτι νοστιμίζει το ψωμάκι».
Όλη η οικογένεια κοιμούνταν πάνω στο ίδιο αχυρένιο στρώμα που δεν μαζεύονταν ποτέ και σκεπάζονταν με το ίδιο πάπλωμα γεμισμένο με μαλλί. Σε μία άκρη ξάπλωνε ο πατέρας, δίπλα του η γυναίκα, πάρα δίπλα το μωρό και στην άλλη άκρη το μεγαλύτερο παιδί της φαμελιάς. Η πιο μεγάλη έγνοια των γονιών, ήταν να κοιμούνται χορτασμένα τα παιδιά τους για να μην κλαίνε το πρωί με το ξύπνημα.
Η μόνη περιουσία της φαμελιάς ήταν μία κότα που γεννούσε κάθε μέρα ένα αυγό, που το έτρωγε ένα από τα παιδιά. Όταν στο καλύβι δεν βρίσκονταν τίποτε άλλο για φαγητό, έτρωγαν όλοι μαζί το αυγό για να ξεγελάσουν την πείνα τους. Άλλοι έτρωγαν το ασπράδι και άλλοι το κροκάδι και παράπονο δεν έκανε κανένας.
Κάποια μέρα, το παιδί που είχε τη σειρά του, περίμενε το κακάρισμα της κότας και πήγε να πάρει το αυγό του. Αυτό όμως ήταν μικρό σαν αυγό πέρδικας. Το παίρνει και πηγαίνει στενοχωρημένο στη μάνα του.
«Μάνα είμαι άτυχος», λέει. «Αυτό το αυγό δεν φτάνει ούτε για μια μπουκιά. Κρίμα που περίμενα και έκανα όρεξη».
«Δεν πειράζει», λέει η μάνα. «Την άλλη φορά μπορεί το αυγό σου να είναι μεγάλο σαν της χήνας». Και το έβαλε στο μπρίκι για να βράσει. Όταν μετά από λίγο κατεβάζει το μπρίκι από τη φωτιά η μάνα βλέπει πως το αυγό είχε γίνει κίτρινο σαν το χρώμα του χρυσού.
Κάνει να το πιάσει με το χέρι και βλέπει πως ήταν σκληρό, καυτερό και γυαλιστερό! Αφήνει το αυγό να κρυώσει και βλέπει πως ήταν βαρύ και σκληρό σαν σίδερο. Δεν έσπαγε με τίποτα. Μάνα και παιδί έμειναν με την απορία, μέχρι να έρθει ο άνδρας του σπιτιού, ο οποίος βλέπει το αυγό και λέει: «Αυτό γυναίκα μοιάζει με χρυσάφι. Αύριο θα πάω στον σαράφη να ρωτήσω, γιατί εγώ δεν ξέρω από τέτοια!»
Την άλλη μέρα παίρνει το κίτρινο αυγό και πηγαίνει στον σαράφη. Είπε την ιστορία, πώς βρέθηκε στα χέρια του αυτό το πράμα και περίμενε. Ο σαράφης το παίρνει, το δαγκώνει λίγο, το κοιτάζει καλά και ξαναρωτάει για να μάθει καλύτερα την υπόθεση.
«Αυτό είναι χρυσάφι», λέει. «Είσαι τυχερός που η κότα σου γεννάει χρυσαφένια αυγά. Εγώ όμως δεν το αγοράζω γιατί φοβάμαι. Όπως ήταν αυγό και έγινε χρυσάφι, έτσι μπορεί να γίνει πάλι αυγό μετά από μία ώρα. Αν θέλεις να μου το δώσεις, το παίρνω για χατίρι και σου δίνω δύο γρόσια για να αγοράσεις ένα ψωμί για τα παιδιά σου.»
«Θα ρωτήσω τη γυναίκα μου», λέει ο φουκαράς, και γυρίζει πίσω με το χρυσό αυγό στο χέρι. Αφού το συζήτησε με τη γυναίκα του, που δεν είχε ιδέα από χρυσάφια και θησαυρούς, το έκρυψε κάτω από το αχυρένιο στρώμα του. Αραιά και που, κοίταζε αν βρίσκεται στη θέση του το αυγό και αν άλλαξε το χρώμα του. Όσο περνούσε ο καιρός, το αυγό χρύσιζε πιο πολύ.
Αρκετά πιο πέρα από το καλύβι του φτωχού ήταν το παλάτι ενός πλούσιου, που δεν είχε παιδιά. Το βίος του ήταν αμέτρητο. Είχε απέραντες εκτάσεις δικές του και πολλά κοπάδια ζωντανά. Στη δούλεψή του κρατούσε γραμματικούς, επιστάτες, εργάτες και υπηρέτες.
Στην αυλή του είχε μία βρύση, κοντά σε τρεις λεύκες, που έτρεχε νύχτα μέρα κρυστάλλινο νερό. Έλεγαν πως τις νύχτες μέχρι τα ξημερώματα τραγουδούσαν και χόρευαν εκεί γύρω νεράιδες όμορφες, για χάρη του νοικοκύρη τους.
Στο μεγάλο δωμάτιο του παλατιού, όπου έμπαιναν λίγοι άνθρωποι,
έλεγαν πως κατέβηκε ο δεύτερος ουρανός. Από πάνω είχε ζωγραφισμένα το φεγγάρι, τ’ αστέρια και άλλα ουράνια σώματα και στα πλάγια, από τη μεριά της Ανατολής, αντί για παράθυρο είχε ζωγραφιστό έναν ήλιο χαμογελαστό. Ήταν ένας ουρανός που δε βρέχει ούτε χιονίζει ποτέ.
Δίπλα στην εξώπορτα της αυλής, είχε μία μαρμάρινη βάση με δύο σκαλιά στη μία μεριά. Εκεί τραβούσαν οι υπηρέτες το άλογο το ραχβανί[1], για να καβαλήσει ο πλούσιος και να πάει στις δουλειές και τις υποθέσεις του.
Το πλούτος του φτωχού ήταν τα παιδιά του και οι χίλιες χαρές που έρχονταν μαζί με αυτά.
Το πλούτος του πλούσιου ήταν τα αμέτρητα χρήματα και το βίος του. Έλεγαν πως με όλα αυτά που έχει δεν είναι ευχαριστημένος γιατί του λείπουν οι αληθινές χαρές της ζωής, τα παιδιά.
Ανάμεσα στον πλούσιο και το φτωχό δεν υπήρχε τίποτα κοινό. Μερικές μέρες μόνο πήγαινε ο φτωχός και δούλευε εργάτης στα χτήματα του πλούσιου, για να οικονομήσει λιγοστό αλεύρι για τα παιδιά του. Είχε όμως ένα μεγάλο και βασανιστικό παράπονο ο φτωχός από τον πλούσιο. Ήθελε να τον χαιρετάει όταν καβάλα στο άλογο περνούσε από το δρόμο μπροστά από το καλύβι του. Όταν τον έβλεπε ο φτωχός να έρχεται από μακριά με τους σωματοφύλακές του από πίσω, πήγαινε προς το δρόμο και περίμενε να πάρει χαιρετισμό, και να τον ανταποδώσει. Ποτέ όμως δεν άκουσε την καλημέρα του. Ο πλούσιος περνούσε κρατώντας το κεφάλι ψηλά και το μάτι καρφωμένο μπροστά, χωρίς να καταδεχτεί ποτέ του να στρίψει το πρόσωπο και να δώσει την καλημέρα του.
Ζούσαν στον ίδιο τόπο, την ίδια γειτονιά και περίμενε, ήθελε την καλημέρα του πλουσίου σαν μεγάλη χάρη.
Ήρθε, πέρασε ο καιρός και κύλησαν τα χρόνια, χωρίς να σβήσει ο καημός του φτωχού. Έπεσε άρρωστος στο κρεβάτι και τον πήραν οι συλλογισμοί. Έπρεπε να ετοιμάσει τον εαυτό του για τον άλλο κόσμο. Για να κάνει την ετοιμασία αυτή ήταν ανάγκη να τακτοποιήσει δύο υποθέσεις.
Η μία ήταν να ακούσει έναν χαιρετισμό από τον γείτονα και η άλλη ήταν να μοιράσει το χρυσό αυγό, που το δικαιούνταν τα παιδιά και η γυναίκα του.
Για τη μοιρασιά σκέφτονταν πολύ καιρό και λύση δεν εύρισκε. Πώς να κομματιάσει το χρυσό αυγό; Πώς να το μοιράσει δίκαια στη γυναίκα και τα παιδιά του; Φοβούνταν μήπως χωρίς να το θέλει αδικήσει κάποιον απ’ όλους και δεν τολμούσε να αποφασίσει.
Κάποια στιγμή του ήρθε μία ιδέα. Στέλνει το μεγάλο παιδί του και προσκαλεί τον πλούσιο να έρθει εξάπαντος στο καλύβι του. «Σε θέλει, λέει, για πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή του για κάτι που είναι ανάγκη».
Ο πλούσιος έκανε την χάρη και ήρθε στο καλύβι. Ο φτωχούλης ήταν ξαπλωμένος πάνω στο αχυρένιο στρώμα του άρρωστος αδύναμος βαρύς. Έκανε να ανακαθίσει αλλά δεν είχε δυνάμεις. «Καλώς καταδέχτηκες να μπεις στο καλύβι μου γείτονα, λέει. Ήρθαν, πέρασαν τα χρόνια και φεύγω για τον άλλο κόσμο. Έχω όμως ένα καημό και θέλω να στο μολογήσω. Πες μου, γιατί ποτέ σου δε γύρισες το πρόσωπο να μου δώσεις την καλημέρα σου; Ήθελα πολύ να την ακούσω από το στόμα σου, γιατί η καλημέρα είναι του θεού και σ’ όποιον την λες ανθίζει. Για να μη φύγω από τον κόσμο μ’ αυτό το μεγάλο παράπονο, σε κάλεσα να ’ρθεις και να με αποχαιρετίσεις αφού δεν θέλησες ποτέ σου να με χαιρετήσεις. Μου έκανες μεγάλη τιμή που ήρθες στο κάλεσμα του αποχαιρετισμού. Επειδή η πράξη σου αυτή έχει για μένα μεγάλη αξία, πάρε τούτο το αυγό που βασανίστηκα πολύ να το μοιράσω δίκαια, αλλά δεν τα κατάφερα. Μου είναι τόσο βαρύ που δεν μπορώ να το σηκώσω. Αγκιστρώνει την ψυχή μου εδώ στο χώμα και δεν την αφήνει να πετάξει στα ουράνια και να περάσει εύκολα τα τελώνια».
Άπλωσε το χέρι και ακούμπησε το αυγό στην παλάμη του πλούσιου γείτονα, που έμενε άλαλος και αμήχανος. Καθώς είπε τα τελευταία λόγια, άφησε και την ύστερη πνοή του.
Ο πλούσιος κοίταξε γύρω τριγύρω του. Απέθεσε το χρυσό αυγό εκεί δίπλα στο αχυρόστρωμα και με σκυφτό κεφάλι ορθώθηκε για να δώσει τον χαιρετισμό που χρωστούσε σ’ όλη του τη ζωή. Καθώς άπλωνε βαριά τα βήματα για να φύγει τον άκουσαν που έλεγε:
«Αν ένα τόσο μικρό κομμάτι χρυσό δίνει τόσο πολύ βάρος στην ψυχή και δεν την αφήνει να πετάξει, πώς θα πετάξει η δική μου όταν έρθει η ώρα εκείνη με τα τόσα χρυσάφια που έχω παραχωμένα;»
Από τότε ο ακατάδεχτος πλούσιος έγινε αλλιώτικος άνθρωπος. Ήτανε καταδεχτικός, συμπαθητικός και δεν έλειψε η καλημέρα του θεού από το στόμα και την καρδιά του.
Και εκείνοι έζησαν καλά κι εμείς καλύτερα.
[1] Ραχβανί: άλογο με καλό περπάτημα.
Μία φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς που είχε ένα μεγάλο βασίλειο. Βρήκε γυναίκα, παντρεύτηκε και απόκτησε ένα παιδί. Το παιδί μεγάλωνε με όλα τα καλά, και οι γονείς ήτανε χαρούμενοι και ευτυχισμένοι.
Το παλάτι ήτανε χτισμένο μέσα σε δάσος και είχε αμέτρητα παράθυρα που φώτιζαν τα δωμάτια και τις επίσημες αίθουσες.
Αρκετά μακριά, ήταν ένας λάκκος όπου κάθε πρωί οι σκουπιδιάρηδες πετούσαν τα αποφάγια και τα σκουπίδια του παλατιού. Σ’ αυτόν τον σκουπιδότοπο, έρχονταν ένας γέροντας κουρελής και πειναλέος και έψαχνε να βρει κάτι για να χορτάσει την πείνα του.
Κάποια μέρα βγαίνει το μικρό βασιλόπουλο περίπατο με την παιδονόμο του και βλέπει τον γέροντα. Δεν είχε ξαναδεί τέτοιο άνθρωπο και τον παρατηρούσε με απορία.
Ο γέροντας πρόσεξε την απορία του παιδιού και άρχισε να λέει τραγουδιστά:
«Στης ζωής τα μονοπάτια, είδα σπίτια και παλάτια. Τώρα είμαι ένας γέρος δίχως τόπο δίχως μέρος. Σε καλύβι δε χωράω ψάχνω στ’ άχρηστα να φάω. Πέρασ’ η ζωή ποτάμι και με άφησε καλάμι».
Όταν τέλειωσε το τραγούδισμα, άρχισε να λέει ένα παραμύθι.
«Μία φορά κι έναν καιρό, ήτανε να σε χαρώ αρχοντόπουλο με γνώση. Ξύπναγε πριν ξημερώσει…»
Το βασιλόπουλο έμεινε καρφωμένο στο ίδιο μέρος. Έβλεπε και άκουγε συνεπαρμένο, ένα παραμύθι για τον νερόμυλο, το μυλωνά και τη νεράιδα. Κάποια στιγμή όμως η παιδονόμος τράβηξε με το ζόρι το παιδί από το χέρι και το πήγε στο παλάτι. Το πρώτο πράγμα που ζήτησε το παιδί την άλλη μέρα από την παιδονόμο ήτανε να πάνε εκεί που είχανε βρει το γέρο παραμυθά. Το παραμύθι συνεχίστηκε και το παιδί αρέστηκε τόσο πολύ, που δεν ήθελε να φύγει κοντά από το γέρο. Κάποια στιγμή όμως έπρεπε το παιδί να φύγει. Αντί για χαιρετισμό ο γέρος λέει: «Μπάλ σεντέν, μασάλ μπεντέν». «Τι θα πει αυτό;» ρωτάει το παιδί τη συνοδό του. Αυτό θα πει: «Το μέλι από σένα, το παραμύθι από μένα». Δηλαδή, για να συνεχίσει ο γέρος το παραμύθι πρέπει να του δώσουμε μέλι να φάει! Πηγαίνει το παιδί στον πατέρα του: «Πατέρα θέλω να τρώω μέλι για να δυναμώσω, θέλω πολύ μέλι να έχω για πολλές μέρες.» Ο βασιλιάς παραγγέλνει και του φέρνουν τρία βαρέλια μέλι για το αγαπημένο παιδί του.
Την τρίτη μέρα φορτώνεται μία κερήθρα μέλι ο μικρός και πηγαίνει στον παραμυθά για τη συνέχεια του παραμυθιού.
Την τέταρτη, την πέμπτη και τις άλλες μέρες έκανε το ίδιο, ώσπου κάποτε άδειασαν τα βαρέλια. Πάει στον πατέρα του ο μικρός. «Πατέρα θέλω μέλι. Αυτό που αγόρασες τελείωσε.»
Ο βασιλιάς απόρησε με το πράμα. «Τόσο μέλι, να τελειώσει τόσο γρήγορα!» Παραγγέλνει και του φέρνουν άλλα τρία βαρέλια μέλι και διατάζει τους ανθρώπους να παρακολουθήσουν την υπόθεση και να πιάσουν τον κλέφτη. Φανερώθηκε η αλήθεια. Το μέλι πήγαινε στον παραμυθά. Φωνάζει ο βασιλιάς το παιδί του και λέει: «Το μέλι είναι τροφή γλυκιά και δυναμωτική. Γιατί το κουβάλησες και το έδωσες στον γέρο;» «Το παραμύθι είναι πιο γλυκό. Εγώ μέλι δεν θέλω. Θέλω να ακούω το παραμύθι.» Ο βασιλιάς προσπάθησε, αλλά με κανένα τρόπο δεν κατάφερε να αλλάξει την γνώμη του παιδιού του. Διατάζει και φέρνουν τον παραμυθά μπροστά του.
– Εσύ είσαι που αδειάζεις το μέλι από τα βαρέλια μου;
– Μου αρέσει πολύ βασιλιά μου. Δεν το κλέβω, το αγοράζω!
– Πως γίνεται και το αγοράζεις; Ξεγέλασες ένα μικρό παιδί και το ανάγκασες να γίνει κλέφτης της περιουσίας μου.
– Εγώ βασιλιά μου έκανα μία συμφωνία. Είχα την εντύπωση πως ξέρεις κι εσύ την υπόθεση! Τώρα που έμαθα τι έχει συμβεί ζητάω συγγνώμη. Δεν θα συνεχίσω.
Το παιδί που ήταν κοντά άκουγε τη συζήτηση. Βάζει τα κλάματα. Στεναχωρήθηκε τόσο που δεν μπόρεσαν να τον σταματήσουν με τίποτα. Ο βασιλιάς βλέπει το παιδί του πικραμένο και απαρηγόρητο. Σκέφτεται, ξανασκέφτεται και λέει στον γέρο παραμυθά:
«Γέροντα! Αφού το παιδί μου μαγεύτηκε τόσο με το παραμύθι σου, συνέχισέ το να ακούσω κι εγώ και να βγάλω συμπέρασμα.» Ο φτωχογέροντας άρχισε τη συνέχεια του παραμυθιού.
Ο βασιλιάς άκουγε με προσοχή. Μετά ήρθε και η βασίλισσα, μετά ήρθε το μεγάλο συμβούλιο. Όλοι κάθισαν και άκουγαν. Αρέστηκαν τόσο πολύ, που ξέχασαν τις δουλειές τους. Κάποια στιγμή λέει το παιδί. «Παππού ήρθε η ώρα να φας το μέλι σου. Μετά συνεχίζεις!» Ο βασιλιάς όμως λέει στο παιδί του: «Άσε παιδάκι μου τον παππού. Να τελειώσει το παραμύθι του και μετά μπορεί να φάει το μέλι του.» Ο παραμυθάς όμως σταμάτησε υπακούοντας στη θέληση του παιδιού. Τότε ο βασιλιάς δίνει διαταγή.
«Να κρατήσετε το γέρο στο παλάτι. Να του δώσετε ένα δωμάτιο να κοιμάται. Να τον πλύνετε, να τον ντύσετε και να του δίνετε ό,τι φαγητό θέλει. Θα τον έχουμε εδώ όσο να τελειώσει το παραμύθι του.» Ο γέροντας όμως, για να δεχτεί όλο αυτά, ζήτησε από το βασιλιά να κάνουν μία συμφωνία. «Τι συμφωνία θέλεις να κάνουμε;» ρωτάει ο βασιλιάς. «Μπαλ σεντέν, μασάλ μπεντέν», απαντάει ο γέρος και έκλεισαν τη συμφωνία.
Το παραμύθι όμως του γέροντα δεν τελείωνε ποτέ. Κράτησε μέχρι την ώρα που παρέδωσε την τελευταία πνοή του και συνεχίστηκε στα κατοπινά, για πολλά- πολλά ακόμα χρόνια.
«Ένα μήλο έπεσε από τον ουρανό! Το ένα είναι για τον παραμυθά. Το ένα είναι για εκείνον που κάνει τους άλλους να τον ακούνε. Το ένα είναι για εκείνον που κουράζει το νου και το πνεύμα του. Αυτοί που το άκουσαν να κάνουν τη μοιρασιά».
(Παραμύθια από την Καππαδοκία- Βασίλειος Γαβριήλ Φαρασόπουλος)
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν δύο αδέρφια. Ο ένας ήταν κουτός κι ο άλλος έξυπνος. Είχαν ένα στάβλο παλιό, γεμάτο άλογα και αγελάδες. Επειδή ο στάβλος δεν καλοχωρούσε τα ζώα, είπαν να φτιάξουν κι έναν καινούργιο. Όταν τον φτιάξανε, είπε ο έξυπνος αδερφός να μοιράσουν τα ζώα. «Όχι, λέει ο κουτός, θ’ αφήσουμε τα ζώα να διαλέξουν σε πιο στάβλο θέλουν να πάνε. Εγώ θα πάρω τον καινούργιο στάβλο κι εσύ τον παλιό.» «Εντάξει», είπε ο έξυπνος.
Άφησαν τα ζώα ελεύθερα το βράδυ που γυρίσανε από τη βοσκή και περίμεναν να δουν σε ποιο στάβλο θα πάνε. Αυτά επειδή ήταν μαθημένα να πηγαίνουν στον παλιό, πήγαν πάλι όλα εκεί, εκτός από ένα ψωριάρικο μοσχαράκι που πήγε στον καινούργιο. Έτσι έμεινε ο κουτός με τον καινούργιο στάβλο και το ψωριάρικο μοσχαράκι, ώσπου το ξέχασε κι αυτό ένα βράδυ έξω και το ’φαγε ο λύκος. Σηκώθηκε τότε ο κουτός, πέρασε ένα παράθυρο από τον καινούργιο στάβλο στο λαιμό του και ξεκίνησε να βρει την τύχη του. Αφού περπάτησε αρκετά, κουράστηκε και κάθισε να ξεκουραστεί πάνω σ’ ένα δέντρο. Το παράθυρο το κρέμασε πάνω στα κλαδιά του δέντρου. Σε λίγο, ήρθαν δέκα καμηλιέρηδες με τις καμήλες τους φορτωμένες θυμίαμα και κάθισα να ξεκουραστούν κάτω από το δέντρο. Εκεί που ξεκουράζονταν οι καμήλες, φύσηξε ο αέρας και έπεσε το παράθυρο από το δέντρο. Οι καμήλες πρόγκιξαν, πέταξαν το φορτίο τους κάτω κι έφυγαν. Τότε ο κουτός αδερφός κατέβηκε από το δέντρο και σκέφτηκε να βάλει φωτιά σ’ όλο το θυμίαμα. Άναψε τη φωτιά και το θυμίαμα ήταν τόσο πολύ, που η μυρωδιά του έφτασε μέχρι τον ουρανό. Άνοιξε τότε ο ουρανός και κατέβηκε ένας άγγελος με την τρομπέτα και του λέει: «Παιδί μου, τι θέλεις να σου χαρίσω;» «Αυτή την τρομπέτα που κρατάς στο χέρι σου», είπε ο κουτός αδερφός.
Του την έδωσε ο άγγελος και ο κουτός συνέχισε το δρόμο του. Κάποτε έφτασε σ’ ένα χωριό και πιάστηκε τσοπάνος στα πρόβατα του παπά. Κάθε μέρα πήγαινε να βοσκήσει τα πρόβατα του παπά κι έπαιζε την τρομπέτα του. Το βράδυ, τα πρόβατα γύριζαν νηστικά και χωρίς μαλλιά. Μια και δυο ο παπάς αποφάσισε να παρακολουθήσει τον τσοπάνο να δει τι συμβαίνει. Κρύφτηκε πίσω από ένα βράχο και περίμενε. Δεν πέρασε πολλή ώρα κι άρχισε ο τσοπάνος να παίζει την τρομπέτα του. Η μουσική ήταν τόσο συναρπαστική που όλα γύρω χόρευαν. Τα δέντρα, τα ζώα, τα πουλιά και ο παπάς ακόμα χόρευε χωρίς να το θέλει. Τα πρόβατα χόρευαν κι αυτά και το μαλλί τους μαδιόταν πάνω στα βάτα. Το βράδυ που γύρισε ο παπάς στο σπίτι, είπε όλα όσα είδε στην παπαδιά.
«Δεν κατάλαβες καλά τι συμβαίνει, παπά μου, είπε η παπαδιά. Αύριο θα πάω εγώ και θα κρυφτώ πίσω από τα βάτα και θα εξακριβώσω τι ακριβώς συμβαίνει.» Πράγματι την άλλη μέρα το πρωί πήγε στο λιβάδι η παπαδιά, κρύφτηκε πίσω από τα βάτα και περίμενε.
Όταν άρχισε ο τσοπάνος να παίζει την τρομπέτα χόρευαν όλα γύρω και χόρευε κι η παπαδιά και καταμαδήθηκε στα χέρια, τα πόδια και το πρόσωπο από τα βάτα. Το βράδυ που γύρισε καταματωμένη στο σπίτι είπε στον παπά: «Παπά μου, αυτός ο τσοπάνος, δεν κάνει ούτε για το σπίτι μας, ούτε για το χωριό μας. Διώξτον αύριο, να φύγει να πάει στην ευχή του θεού.»
Έτσι και έκανε ο παπάς. Τον έδιωξε και βρήκε την ησυχία του αυτός και η παπαδιά και τα πρόβατα κι εμείς.
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας βασιλιάς που είχε τρία αγόρια. Είχε και μια μηλιά που έκανε τα νοστιμότερα μήλα του κόσμου. Κάθε χρόνο ερχόταν ένας δράκος όταν ωρίμαζαν τα μήλα και τα έπαιρνε. Έτσι, αυτοί δεν έτρωγαν τίποτα. Μια μέρα λέει ο βασιλιάς στα παιδιά του: «Τι χάλι είναι αυτό με σας; Τρεις λεβέντες ίσαμε κει πάνω να μην μπορείτε να τα βάλετε με το δράκο! Να μην τρώμε κι εμείς ένα μήλο!» Τα παιδιά μπήκαν στο φιλότιμο και μια μέρα που πήγε ο πρώτος να τον σκοτώσει, όταν ήρθε ο δράκος, φοβήθηκε κι έφυγε. Το ίδιο έκανε κι ο δεύτερος. Ο τρίτος πεισμάτωσε, πήρε το σπαθί και όταν ήρθε ο δράκος του έφερε μια δυνατή σπαθιά που τον τραυμάτισε. Ο δράκος φυσώντας και ξεφυσώντας πήγε στη φωλιά του. Το παιδί μάζεψε τα μήλα και τα πήγε στον πατέρα του και τα’ αδέλφια του που τον ζηλέψανε.
– Ψέματα μας λέει, είπαν στον πατέρα τους, ότι τραυμάτισε το δράκο. Απλώς θα πρόλαβε να μαζέψει τα μήλα πριν έρθει ο δράκος.
– Ελάτε να δείτε τα αίματα που σταματούν έξω από τη φωλιά του», είπε ο τρίτος αδελφός.
Πήγανε μέχρι τη φωλιά του δράκου κι είδαν τα αίματα από την πληγή του. Έσκυψε μέσα να δει ο πρώτος αδελφός και φώναξε: «Κρυώνω, κρυώνω, τραβήξτε με επάνω γρήγορα.»
Τον τραβήξανε επάνω και μετά προσπάθησε να δοκιμάσει κι ο δεύτερος που έκανε κι αυτός τα ίδια. Ο μικρότερος τους λέει θα με κατεβάσετε κι εμένα και όσο θα σας λέω κρυώνω, θα με κατεβάζετε πιο κάτω. Αφού πάτησε κάτω, ανοίγει ένα δωμάτιο και βλέπει το δράκο να είναι ετοιμοθάνατος.
«Ξαναχτύπα με μια ακόμα φορά παλικάρι μου», παρακάλεσε ο δράκος. Ήξερε ότι αν τον χτυπούσε δυο φορές, θα γινόταν καλά. «Εμένα η μάνα μου με γέννησε μια φορά, είπε το παιδί.» Σε λίγο ψόφησε ο δράκος. Ανοίγει ένα δεύτερο δωμάτιο και βλέπει τρεις πεντάμορφες κοπέλες. Αυτές ήταν βασιλοπούλες και τις είχε κλέψει ο δράκος από τα σπίτια τους.
«Κορίτσια, τους λέει, ήρθα να σας ελευθερώσω. Είμαστε τρία βασιλόπουλα, αδέλφια, και θα σας παντρευτούμε.» Έδεσε στην τριχιά τη μία κοπέλα και φώναζε στ’ αδέλφια του.
«Αυτή είναι η γυναίκα του πρώτου αδελφού, τραβήξτε την επάνω.» Μετά ανέβασε και τη δεύτερη και είπε ότι αυτή είναι η γυναίκα του δεύτερου αδελφού. Πριν ανεβάσει και την τρίτη που ήταν η πιο όμορφη από τις άλλες, αυτή του είπε : «Παλικάρι μου, πολύ φοβάμαι ότι όταν με ανεβάσεις επάνω και με δουν τα’ αδέλφια σου, θα θέλουν να με κρατήσουν αυτοί κι εσένα θα σε αφήσουν εδώ κάτω. Τ’ αδέλφια σου σε ζηλεύουν και κακοσκέφτονται για σένα. Γ’ αυτό σου δίνω τρεις μαγικές τρίχες να τις κάψεις μία-μία όταν βρεθείς σε δύσκολη θέση. Αν μείνεις κάτω θα περάσουν δίπλα σου δυο πρόβατα. Ένα άσπρο κι ένα μαύρο. Αν κατορθώσεις και ανεβείς στο άσπρο θα ανεβείς στον πάνω κόσμο, αν ανεβείς στο μαύρο θα πας 7 χιλιόμετρα ακόμα πιο κάτω.» Δένει με την τριχιά και την τρίτη την κοπέλα και φωνάζει στ’ αδέλφια του να την τραβήξουν επάνω. Μόλις την είδαν τα’ αδέλφια του ελωλάθηκαν από την ομορφιά της. «Πάλι μας την έφερε, είπαν, θα πάρει την πιο όμορφη. Ας τον αφήσουμε εκεί κάτω και θα πούμε στον πατέρα μας ότι χάθηκε.» Κόψανε την τριχιά κι έπεσε κάτω και ζαλίστηκε. Ακόμη δεν πρόλαβε να καλοσυνέλθει, βλέπει τα δυο πρόβατα να περνούν δίπλα του. Έτσι ζαλισμένος που ήταν, πήδηξε στη ράχη του μαύρου πρόβατου. Το πρόβατο τον πήγε 7 χιλιόμετρα πιο κάτω. Εκεί βλέπει μπροστά του μια πολιτεία. Χτυπάει την πόρτα σ’ ένα μικρό σπιτάκι. Ανοίγει μια γριά γυναίκα. «Με παίρνεις γιαγιά για μουσαφίρη;», της λέει. «Ευχαρίστως, παιδάκι μου, λέει η γριά κι εγώ μόνη μου είμαι, θα έχω παρέα.» Αφού έφαγαν, το παιδί που το έλεγαν Δημήτρη, ζήτησε νερό. «Δεν έχουμε νερό, παιδί μου, είπε η γριά. Υπάρχει ένας δράκος στην πηγή του νερού και κάθε μήνα τρώει ένα κορίτσι κι έτσι αφήνει τον κόσμο να πάρει νερό. Σήμερα είναι η σειρά της βασιλοπούλας.» «Όλοι εδώ είναι δειλοί μου φαίνεται. Βρες μου ένα σπαθί να πάω να σκοτώσω το δράκο, είπε το βασιλόπουλο. Δώσε μου και τη στάμνα να γεμίσω νερό.» Του βρήκε η γριά ένα σπαθί, πήρε και τη στάμνα και πήγε στην πηγή. Εκεί βρήκε τη βασιλοπούλα λυπημένη να περιμένει να τη φάει ο δράκος.
– Ησύχασε, της λέει, ήρθα να σκοτώσω το δράκο.
– Όχι παλικάρι μου, φύγε να σωθείς, θα σε φάει κι εσένα άδικα ο δράκος, είπε η βασιλοπούλα.
– Θα μείνω, είπε το παλικάρι και θα τον σκοτώσω. Μόνο νυστάζω και θα κοιμηθώ λίγο. Όταν έρθει ο δράκος να με ξυπνήσεις.
Το βασιλόπουλο κοιμήθηκε βαθιά και μετά από λίγη ώρα φάνηκε να έρχεται από πέρα ο δράκος. Η βασιλοπούλα λυπόταν να ξυπνήσει το παιδί. Τα δάκρυά της, που πέφτανε στο πρόσωπο του παιδιού, τον ξύπνησαν. Αρπάζει το σπαθί του και αρχίζει να παλεύει με το δράκο. Με τα πολλά κατόρθωσε να τον σκοτώσει. Η Βασιλοπούλα βούτηξε το χέρι της το αίμα του δράκου και αποτύπωσε την παλάμη της στο πουκάμισο του παιδιού. Γέμισε το παιδί νερό τη στάμνα και είπε τα ευχάριστα νέα στη γριά.
Όταν μαθεύτηκε το νέο, χάρηκε όλος ο κόσμος. Πήγαν όλοι ευχαριστημένοι να πάρουν νερό. Ο βασιλιάς διέταξε όλα τα παλικάρια να περάσουν από το παλάτι να γνωρίσει η βασιλοπούλα το γενναίο νέο που σκότωσε το δράκο. Πήγαν όλα τα παλικάρια της πόλης, αλλά δεν ήταν ανάμεσα τους αυτός που τον σκότωσε. «Είναι κι ένας μουσαφίρης στο σπίτι κάποιας γριάς», είπε ένας αξιωματικός. «Πηγαίνετε να τον φωνάξετε», είπε ο βασιλιάς. Όταν τον φώναξαν, τον αναγνώρισε η βασιλοπούλα από την παλάμη της στην πλάτη του με το αίμα του δράκου.
– Πες μου τι χάρη θέλεις να σου κάνω; Τον ρώτησε ο βασιλιάς. Είσαι ο σωτήρας μας.
– Θέλω να με πάτε στον πάνω κόσμο, είπε το παιδί. Εμείς δε γνωρίζουμε τον πάνω κόσμο, είπε ο βασιλιάς. Εμάς αυτός είναι ο κόσμος μας. Το παλάτι μου όμως είναι ανοιχτό για σένα, να έρχεσαι να τρως, να πίνεις και να διασκεδάζεις.
Μια μέρα, το βασιλόπουλο αποφάσισε να πάει για κυνήγι στο δάσος. Κάθισε κάτω από ένα δέντρο να ξεκουραστεί. Κοίταζε ψηλά κι είδε ένα μεγάλο φίδι να πηγαίνει να φάει κάτι πουλάκια που ήταν σε μια φωλιά. Τραβάει το σπαθί του και το κάνει κομμάτια. Μετά κοιμήθηκε. Τα πουλάκια του κάνανε ίσκιο με τα φτερά τους. Όταν ήρθαν οι γονείς από τα πουλιά θελαν να σκοτώσουν το βασιλόπουλο γιατί νομίζανε ότι αυτό έτρωγε κάθε χρόνο τα πουλάκια που γεννούσαν. «Προς θεού μη!», φωνάξανε τα πουλάκια, «ένα φίδι ερχόταν να μας φάει κι αυτός το σκότωσε. Αυτός μας έσωσε κι εμείς θα τον σκοτώσουμε;»
Τότε οι γονείς των πουλιών ρωτήσανε το βασιλόπουλο τι χάρη ήθελε να του κάνουν. «Τι να ζητήσω από σας, λέει αυτός. Εγώ θέλω να πάω στον πάνω κόσμο.» «Θα σε πάμε εμείς. Είναι κομμάτι δύσκολο αλλά αν μπορείς να βρεις 7 τουλούμια κρέας και 7 τουλούμια νερό, έλα εδώ να σε πάμε.» Το βασιλόπουλο πηγαίνει στο βασιλιά και του ζήτησε τα 7 τουλούμια νερό και κρέας. «Να σου δώσω 17 τουλούμια του είπε ο βασιλιάς. Εσύ μας έδωσες το νερό μας.»
Τα πήρε και τα πήγε στο δάσος που ήταν τα πουλιά. Το αρσενικό πουλί του είπε, «όταν κάνω ‘κρα’ θα μου δίνεις κρέας κι όταν κάνω ‘κρου’ θα μου δίνεις νερό.»
Ξεκινήσανε και το βασιλόπουλο τάιζε τα πουλιά. Όταν κόντευαν να φτάσουν, το πουλί είπε ‘κρα’ και επειδή είχε τελειώσει το κρέας, πιάνει και κόβει λίγο κρέας από τη γάμπα του και του το δίνει. Το πουλί κατάλαβε ότι ήταν ανθρώπινο και δεν το έφαγε. Το κράτησε στο ράμφος του.
Κάποτε φτάσανε στον επάνω κόσμο. Το βασιλόπουλο, όταν έκανε να περπατήσει, κούτσαινε. – Γιατί κουτσαίνεις; ρώτησε το πουλί.
– Είναι από το ταξίδι, είπε αυτός.
– Πάρε πίσω το κρέας σου και βάλτο στη γάμπα σου, του είπε. Εμείς σε χαιρετούμε και επιστρέφουμε πίσω.
Το βασιλόπουλο, αφού χόρτασε το φως του ήλιου, πήγε σ’ ένα χρυσοχόο και ζήτησε δουλειά. Ήταν στη χώρα του, αλλά ντύθηκε κουρελής για να μην το γνωρίζει κανένας.
Την Κυριακή εκείνη θα γινόταν ο γάμος του μεγάλου του αδελφού. Η βασιλοπούλα είπε, ότι δεν παίρνει το γιο του βασιλιά αν δεν της φέρει για δώρο μέσα στο ταψί ένα χρυσό σκυλί με χρυσό λαγό να κυνηγιούνται. Ο βασιλιάς δίνει διαταγή στο χρυσοχόο μέχρι το πρωί να τα φτιάξει, γιατί αλλιώς θα του πάρει το κεφάλι. Ο χρυσοχόος έπεσε σε βαριά περισυλλογή.
– Τι σεκλετίζεσαι αφεντικό, του λέει το βασιλόπουλο.
– Να, μου παρήγγειλε ο βασιλιάς να του φτιάξω ένα σκυλί να κυνηγάει ένα λαγό, χρυσά μέσα σε χρυσό ταψί.
-Γι’ αυτό στενοχωριέσαι; Πάρε μου ένα κιλό καρύδια κι ένα κιλό κρασί και πήγαινε να κοιμηθείς ήσυχος, είπε το βασιλόπουλο.
Μετά από λίγη ώρα ο χρυσοχόος πήγε κρυφά να παρακολουθήσει τι κάνει ο παραγιός του. Τον είδε να τρώει καρύδια και να πίνει κρασί. «Αμάν, αλίμονο μου, είπε. Το χάνω αύριο το κεφάλι μου.»
Λίγο πριν να ξημερώσει, ανάβει το βασιλόπουλο μια τρίχα και ζητάει να παρουσιαστεί μπροστά του ένα ταψί χρυσό, με το σκυλί και το λαγό να κυνηγιούνται τόσο αληθινά σαν να ήταν ζωντανά. Πράγματι αυτό έγινε και το πρωί το έδωσε στο αφεντικό του, που καταχάρηκε, να το πάει στο βασιλιά. «Αφεντικό, να έρθω στο γάμο κι εγώ;» λέει το βασιλόπουλο.
«Όχι, παιδί μου λέει ο χρυσοχόος. Εδώ έχουμε ένα έθιμο να χορεύουμε πάνω στα άλογα με τα κοντάρια. Μπορεί να βρεθεί κανένας παλαβός να σε χτυπήσει.» «Καλά αφεντικό», είπε το βασιλόπουλο.
Η βασιλοπούλα, όταν πήρε το ταψί που ζήτησε, κατάλαβε ότι το βασιλόπουλο κατόρθωσε να ανεβεί στον πάνω κόσμο και ότι αυτό έφτιαξε αυτό το δώρο με τις μαγικές τρίχες που του έδωσαν οι τρεις βασιλοπούλες στη φωλιά του δράκου. Το βασιλόπουλο ανάβει μια τρίχα ακόμη και παρουσιάζεται ένα μαύρο φτερωτό άλογο κι ένα ωραίο μαύρο επίσημο κουστούμι. Το φοράει και πάει στο γάμο. Εκεί που χορεύανε με τα άλογα φωνάζει στο γαμπρό.
– Ε, γαμπρέ, γύρνα προς τα δω.
Όταν γύρισε, του έδωσε μια με το κοντάρι και τον έριξε κάτω.
-Πιάστε τον φωνάζει ο βασιλιάς, αλλά αυτός εξαφανίστηκε.
Όταν γύρισε το αφεντικό του, το ρώτησε πώς πέρασε στο γάμο.
– Καλά έκανα που σου είπα να μην έρθεις στο γάμο. Ήρθε ένας τρελός και έριξε το γαμπρό κάτω από το άλογο.
– Αφεντικό μήπως τον σκότωσε;
– Όχι, δεν τον σκότωσε.
-Τότε δεν πειράζει, είπε το βασιλόπουλο.
Την άλλη Κυριακή παντρευόταν ο δεύτερος γιος του βασιλιά και η βασιλοπούλα έβαλε όρο ότι αν δεν της φέρουν ένα χρυσό ταψί που μέσα κυνηγιούνται ένας κόκορας με μια κότα, δεν παντρεύεται. Ξαναπηγαίνουν στο χρυσοχόο και δίνουν την παραγγελία. Ο χρυσοχόος απελπίστηκε πάλι.
– Αμάν αυτές οι κοπέλες όλα τα δύσκολα γυρεύουν, είπε. Δεν ξέρω που πήγαν και τις βρήκαν.
– Μη στεναχωριέσαι, αφεντικό, εγώ θα το φτιάξω. Μόνο να μου αγοράσεις δυο κιλά καρύδια και δυο κιλά κρασί.
Το βράδυ που πήγε ο χρυσοχόος να παρακολουθήσει τον υπάλληλό του, τον είδε να τρώει τα καρύδια και να πίνει κρασί.
Πήγε πάλι για ύπνο και το πρωί βρήκε έτοιμο το ταψί με την κότα και τον κόκορα μέσα να κυνηγιούνται. Τα πήρε και τα παρέδωσε στο βασιλιά.
Στο γάμο παρουσιάστηκε πάλι το βασιλόπουλο πάνω σ’ ένα φτερωτό άλογο, άσπρο αυτή τη φορά και άσπρο κουστούμι κι έριξε κάτω το γαμπρό. Έτρεξαν να τον πιάσουν, αλλά δεν τα κατάφεραν.
Την τρίτη Κυριακή, παντρευόταν η τρίτη κοπέλα που κανονικά θα την έπαιρνε το βασιλόπουλο, αν το ανέβαζαν επάνω από τη φωλιά του δράκου. Αυτή έπαιρνε τον πρωθυπουργό. Κι αυτή ζήτησε να της κάνουν δώρο ένα ταψί χρυσό και μέσα να κυνηγιούνται μια γάτα μ’ ένα ποντίκι. Το βασιλόπουλο το έφτιαξε κι αυτό το ταψί, το παρέδωσε στο αφεντικό του και αυτός το πήγε στο βασιλιά. Παρουσιάστηκε κι αυτός στο γάμο μ’ ένα φτερωτό άλογο καφέ και στολή καφέ. Ρίχνει το γαμπρό πάλι κάτω από το άλογο, αλλά δεν εξαφανίστηκε όπως τις δυο προηγούμενες φορές. Κάθισε να τον συλλάβουν.
– Αποκεφαλίστε τον αμέσως, διέταξε ο βασιλιάς. Αυτός δε μας άφησε να κάνουμε ένα γάμο σωστό. Μας δημιουργούσε όλο επεισόδια.
– Συγγνώμη, μεγαλειότατε, εσείς εδώ δεν αφήνετε το δράστη να απολογηθεί πρώτα. Τον σκοτώνετε κατευθείαν.
– Λέγε τι θέλεις να πεις. Θα σου δώσουμε μια ευκαιρία να απολογηθείς, είπε ο βασιλιάς.
– Εγώ είμαι το τρίτο σου παιδί, που το θεωρείς πεθαμένο. Τ’ αδέλφια μου με άφησαν στον κάτω κόσμο, αλλά εγώ κατόρθωσα με τη βοήθεια των κοριτσιών από ’δω και με τις μαγικές τρίχες που μου έδωσαν να φτάσω μέχρι εδώ.
Ο βασιλιάς τότε διέταξε να παντρέψουν τον τρίτο του γιο με την τρίτη κοπέλα και διόρισε αυτόν για διάδοχό του. Έκαναν τότε ένα τρικούβερτο γλέντι που κράτησε 40 μέρες και 40 νύχτες. Πέρασα κι εγώ από κει και μου έδωσαν μια κούπα με κρασί.
(Παραμύθια από την Καππαδοκία της Καλλιόπης Αλιβάνογλου- Παπαγγέλου)