Μητροπούλου 1, Μεταμόρφωση Σωτήρος, Αλεξανδρούπολη

ΜΟΥΤΑΛΑΣΚΗ  Μουταλάσκη

  Σε απόσταση 7 χιλιομέτρων νοτιοανατολικά της Καισαρείας, μέσα σε καταπράσινους κήπους, αμπέλια και οπωρώνες, στους πρόποδες του Διδύμου όρους βρίσκεται η Μουταλάσκη, οι «Βερσαλλίες της Καππαδοκίας», όπως την έλεγαν.

  Η περιοχή κατοικούνταν από Έλληνες, Τούρκους και Αρμένιους, ενώ εκεί, γεννήθηκε ο Άγιος Σάββας. Εκκλησιαστικά οι Ρωμιοί του χωριού αυτού υπάγονταν στη Μητρόπολη Καισαρείας. Στο Ταλάς υπήρχαν οι εκκλησίες των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ που είχε ανεγερθεί το 1724, του Αγίου Γεωργίου που χτίστηκε το 1727, του Αγίου Νικολάου, της Παναγίας Καπουσή και του Αγίου Χαραλάμπους που χτίστηκε το 1882.

  Οι περισσότεροι από τους κατοίκους ξενιτεύονταν και πήγαιναν ως ξυλουργοί, πετροπελεκητές και ξυλέμποροι στην Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη, τη Μερσίνα και αλλού.

  Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, οι περισσότεροι Έλληνες του Ταλάς διασκορπίστηκαν στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα, στον Πειραιά, στην Έδεσσα, στην Καβάλα και στην Κοζάνη. 

ΖΙΖΙΝΤΕΡΕ- αρχ. Φλαβιανά Ζιζιντερε

  Σε απόσταση 10 περίπου χιλιομέτρων νοτιοανατολικά της Καισαρείας, στους πρόποδες του Αργαίου όρους, βρίσκεται το Ζιζίντερε. Τα παλιά γραφικά αρχοντικά του φανερώνουν τον πλούτο και την ευημερία των Ρωμιών που έμεναν σ’ αυτό.

  Ο Αναστάσιος Λεβίδης, εξηγεί ότι πήρε το όνομα Φλαβιανά από τη Φλαβία Υπατεία, κόρη του τελευταίου  βασιλιά της Καππαδοκίας Αρχέλαου.

  Το 1728 ανεγέρθηκε εκ βάθρων η πολύ σημαντική Μονή των Φλαβιανών από το Μητροπολίτη Πάτμου Νεόφυτο. Το 1804 αναγορεύτηκε σε πατριαρχική και σταυροπηγιακή Μονή. Τότε κατεδαφίστηκε ο ανεγερθείς ναός του 1728 και στη θέση του οικοδομήθηκε, μέσα σε δύο μόλις μήνες, το νέο μεγαλοπρεπές Μοναστήρι του Ιωάννου Προδρόμου.  Η Μονή των Φλαβιανών ήταν για τους Έλληνες της περιοχής η «κολυμβήθρα» της πνευματικής και εκκλησιαστικής τους αναγέννησης. Σπουδαίοι διδάσκαλοι του Γένους, όπως ο ιερομόναχος Γερμανός, ο Αγαθάγγελος, ο Αναστάσιος Λεβίδης και άλλοι,  δίδαξαν στα σχολεία της. Επίσης, ο Άγιος Σάββας, στα πρώτα χρόνια του μοναχικού του βίου, είχε σπουδάσει στη Μονή Φλαβιανών.

  Στο Ζιζίντερε, υπήρχε ο Καθολικός ή Κυριακός ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Υπήρχε επίσης η υπόγεια εκκλησία της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, που θεωρούνταν ως κοινοτική, στην οποία τελούνταν όλα τα μυστήρια. Εκτός όλων αυτών υπήρχαν και ξωκλήσια, όπως των Αγίων Θεοδώρων στη νότια πλευρά της Μονής Φλαβιανών, του προφήτη Ηλία στα νοτιοδυτικά, της Αναλήψεως, του προφήτη Ζαχαρία στα νότια, του Αγίου Βασιλείου και άλλα ξωκλήσια και αγιάσματα. Εκκλησιαστικά οι Ρωμιοί του Ζιζίντερε υπάγονταν στη Μητρόπολη Καισαρείας.

  Στην περιοχή του Ζιζίντερε, υπήρχαν άφθονα νερά, γι’ αυτό και οι κάτοικοι καλλιεργούσαν τα εύφορα χωράφια τους και πουλούσαν στα γύρω μέρη τα προϊόντα τους. Είχαν επίσης μεγάλη παραγωγή μελιού αρίστης ποιότητας, ενώ πολλοί από αυτούς ήταν έμποροι, λιθοξόοι και πολύ καλοί αρχιτέκτονες.

ΑΝΔΡΟΝΙΚΙ Ανδρονικι

  Σε απόσταση 11 χιλιομέτρων νοτιοανατολικά της Καισαρείας, μέσα σε μια καταπράσινη περιοχή, βρίσκεται το Ανδρονίκι, χτισμένο στις πλαγιές ενός λόφου.                  

  Πήρε το όνομά του από την εκκλησία του Αγίου Ανδρονίκου, τον οποίο είχε και προστάτη. Η μεγάλη τρίκλιτη εκκλησία της Αγίας Τριάδας, με την πολύ ωραία διακόσμηση, τις μαρμάρινες κολώνες και το ξυλόγλυπτο τέμπλο, χτίστηκε το 1835 στα θεμέλια της προηγούμενης εκκλησίας των αγίων μαρτύρων Πρόβου, Ταράχου και Ανδρονίκου, που είχε οικοδομηθεί το 1727. Λειτουργούσε επίσης και η Μονή του Αγίου Γεωργίου, όπου υπήρχε αγίασμα. Εκκλησιαστικά οι Ρωμιοί του χωριού αυτού υπάγονταν στη Μητρόπολη Καισαρείας και ήταν τουρκόφωνοι.

  Το μέρος ήταν άγονο, γι’ αυτό οι Ρωμιοί δεν ασχολούνταν με τη γεωργία, αλλά νοίκιαζαν «μισιακά» τα χωράφια τους στους συγχωριανούς τους Τούρκους και οι ίδιοι ασχολούνταν με την κτηνοτροφία ή με άλλα προσοδοφόρα επαγγέλματα, όπως αυτά του χρυσοχόου, του χτίστη, του τοπικού εμπόρου σιτηρών κ.α. Οι γυναίκες του χωριού ήταν πολύ καλές υφάντρες και πολλές ασχολούνταν επαγγελματικά με την ύφανση χαλιών, αποκομίζοντας καλές οικονομικές απολαβές για τις οικογένειές τους.  

ΚΑΙΣΑΡΕΙΑ
Καισαρεια

  Η πρωτεύουσα της Καππαδοκίας Καισάρεια, βρίσκεται στα βορειοδυτικά του Αργαίου Όρους, κοντά στο Δίδυμο όρος και ήταν τα θρησκευτικό και οικονομικό κέντρο του καππαδοκικού ελληνισμού. Ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός την αποκαλεί «περήφανη» πόλη και συμπληρώνει λέγοντας ότι ήταν η ηγεμονεύουσα πολιτεία και ο διδάσκαλός του.

  Σύμφωνα με το θρύλο, ήταν μία από τις πρώτες πόλεις που φτιάχτηκαν στη γη, από τον Ιάφεθ, τον εγγονό του Νώε. Στα πολύ παλιά χρόνια, ονομαζόταν Μάζακα, προς τιμήν της μεγάλης καππαδοκικής Θεάς Μα. Όταν μετά το 17 μ. Χ. έγινε η καππαδοκική ρωμαϊκή επαρχία, ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Τιβέριος την ονόμασε Καισαρεία, προς τιμήν του πατέρα του Καίσαρα Αυγούστου και οικοδόμησε σε αυτήν περίλαμπρους ναούς. Υπάρχει και η μυστικιστική άποψη, σύμφωνα με την οποία «… η ονομασία Καισαρεία, αναφερόταν στην έλευση του τέλειου Καίσαρα, δηλαδή στο πλήρωμα του χρόνου και στη Δευτέρα Παρουσία».

    Χαρακτηριστικά της πόλης ήταν τα ψηλά καμπαναριά των εκκλησιών, οι επίπεδες στέγες των σπιτιών και το κάστρο των Σελτζούκων. Σήμερα σώζεται ακόμα μέγα μέρος από τα βυζαντινά τείχη της πόλης.

  Με τη διάδοση του χριστιανισμού στους Καισαρείς και τις πρώτες διδασκαλίες των ιεραρχών και επισκόπων της, η πόλη βρέθηκε στο κέντρο της θρησκευτικής και πολιτικής ζωής. Το 363 ο Ιουλιανός λίγο πριν γίνει αυτοκράτορας, έχτισε στην Καισαρεία μαζί με τον αδελφό του Γάλλο, την όμορφη εκκλησία του Αγίου Μάμαντα, την οποία προικοδότησε με πολυάριθμο κλήρο.  Το θρησκευτικό συναίσθημα των Καισαριωτών ήταν μεγάλο. Με την εξάπλωση του χριστιανισμού, λαός και κλήρος αγκάλιασαν τη νέα θρησκεία και προσέφεραν πολλές υπηρεσίες στην ορθοδοξία και τα ελληνικά γράμματα. Στην Καισαρεία δίδαξαν το λόγο του Θεού οι Απόστολοι Πέτρος και Παύλος. Ο μητροπολίτης της ήταν ο ανώτατος στους άλλους μητροπολίτες, όπως επίσης ο επιστάτης και έξαρχος.  Η Μητρόπολη Καισαρείας, εθεωρείτο μητέρα όλων σχεδόν των εκκλησιών. Το 370 ο επίσκοπός της Μέγας Βασίλειος ίδρυσε έξω από την πόλη τη «Βασιλειάδα», που αποτέλεσε μεγάλο θρησκευτικό και κοινωνικό καταφύγιο συμπαράστασης για όσους είχαν ανάγκη. Στη χριστιανική εκείνη πολιτεία υπήρχε ορφανοτροφείο, πτωχοκομείο, γηροκομείο, λεπροκομείο, ξενώνες και επαγγελματικές σχολές. Το 1856 οι Χριστιανοί της Καισαρείας, εκκλησιάζονταν στους ναούς του Αγίου Νικολάου -που ήταν ο Μητροπολιτικός ναός-  και του Αγίου Βασιλείου.

  Οι Έλληνες της Καισαρείας ήταν τουρκόφωνοι. Οι Ρωμιοί που έμεναν στην Καισαρεία, αποτελούσαν μέρος μόνο του ελληνικού πληθυσμού της, γιατί οι περισσότεροι, αν και η πόλη τους ήταν το κέντρο του διαμετακομιστικού εμπορίου, βρίσκονταν διασκορπισμένοι σε όλη την Ανατολή και ασχολούνταν με το εμπόριο.

  Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, οι Καισαριώτες διασκορπίστηκαν κι εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη, στην Ελευσίνα, στην Καβάλα, στην Καισαριανή, στον Πειραιά, στη Χαλκίδα, στην Κέρκυρα, στη Νέα Ιωνία Βόλου, στους προσκυνητές Ροδόπης, στη Δράμα, στην Κοζάνη, στη Λάρισα, στα Υπέρεια, στο Ελληνικό και στο Βασιλί Φαρσάλων.

ΠΡΟΚΟΠΙ – ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΡΩΣΟΣ
Προκοπι – Άγιος Ιωάννης ο Ρώσος

    Το Προκόπι βρίσκεται 50 χιλιόμετρα δυτικά της Καισαρείας και 20 χιλιόμετρα ανατολικά της Νεάπολης, μέσα σε μια παράξενη και πανέμορφη κοιλάδα, γεμάτη με φυσικές πυραμίδες. Η αρχαία ονομασία του ήταν Οσίανα ή Ασσιάνα, αλλά μετονομάστηκε σε Προκόπι από μία πολύ παλιά εκκλησία του Αγίου Προκοπίου, που λένε πως υπήρχε εκεί.

  Οι Ρωμιοί του Προκοπίου είχαν τρεις εκκλησίες. Αρχαιότερη όλων ήταν η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, που ήταν δίπλα στο σπίτι όπου έζησε αιχμάλωτος ο Όσιος Ιωάννης ο Ρώσος και χρονολογείται από το 1729. Μετά από χρόνια χτίστηκε, πάνω από την υπάρχουσα υπόγεια εκκλησία των Αγίων Αναργύρων, η εκκλησία του Αγίου Βασιλείου, η οποία εγκαινιάστηκε το 1834. Το 1892 εγκαινιάστηκε η πανέμορφη εκκλησία του Οσίου Ιωάννη του Ρώσου. Εκεί φυλάσσονταν το σκήνωμα του Οσίου, ο οποίος έζησε και «κοιμήθηκε» στο Προκόπι. Οι Προκοπιείς τιμούσαν τη μνήμη του στις 27 Μαΐου με λαμπρές εκδηλώσεις, μαζί με Χριστιανούς από τα γύρω χωριά. Σύμφωνα με την παράδοση, στην κορυφή ενός μεγάλου βράχου υπήρχε η εκκλησία του Αγίου Προκοπίου, από την οποία πήρε το όνομά του το χωριό. Εκκλησιαστικά, οι Ρωμιοί του Προκοπίου υπάγονταν στη Μητρόπολη Καισαρείας και ήταν φιλοπρόοδοι.

  Στο Προκόπι υπήρχε Δημαρχείο, δικαστήριο, συμβολαιογραφείο, ταχυδρομείο, τηλεγραφείο και πολλά καταστήματα πωλήσεων. Η αγορά του ήταν μια από τις σπουδαιότερες της Καππαδοκίας. Ο τόπος ήταν πλούσιος και τα κτήματα, ιδιαίτερα οι αμπελώνες, έδιναν πολύ καλή παραγωγή. Οι Προκοπιείς ασχολούνταν με όλα σχεδόν τα επαγγέλματα και είχαν οργανωθεί σε συντεχνίες, οι οποίες ήταν κλειστές και δεν επιτρέπονταν η διάδοση των επαγγελμάτων αυτών σε άλλους εκτός της κοινότητάς τους. Ιδιαίτερα ξεχώριζαν οι χτίστες τους, που ονομάζονταν «ταστσί», δηλαδή πετράδες, γιατί ήταν άριστοι τεχνίτες της πέτρας.

  Με την ανταλλαγή των πληθυσμών, οι περισσότεροι Έλληνες του Προκοπίου εγκαταστάθηκαν στο Νέο Προκόπι Ευβοίας, οι δε υπόλοιποι διασκορπίστηκαν στη Χαλκίδα, στη Θεσσαλονίκη, στη Λάρισα και σε άλλα μέρη της μητροπολιτικής Ελλάδας.  

ΣΙΝΑΣΟΣ
Σινασος

  Σε απόσταση 50 χιλιομέτρων νοτιοδυτικά της Καισαρείας και 5 χιλιόμετρα νότια του Προκοπίου βρίσκεται η γραφική Σινασός, μία από τις ομορφότερες και ακμαιότερες κωμοπόλεις των Ελλήνων της Καππαδοκίας. Η περιοχή είναι γεμάτη με λαξευμένους κωνοειδείς βράχους και υπόγεια σπίτια. Τα παλαιά αρχοντικά της ξαναφέρνουν στη μνήμη μας την αίγλη των αλλοτινών Ρωμιών κατοίκων της. Σύμφωνα με μια παράδοση, ονομάστηκε Συνασός, από τη λέξη σύναξη, επειδή ήταν το κέντρο καταφυγής-σύναξης των κυνηγημένων Ελλήνων.

   Η θρησκευτικότητα των Σινασιτών ήταν μεγάλη. Το 1899 υπήρχαν στο χωριό τους δυο μεγάλοι καθολικοί ναοί, ένα μοναστήρι στο όνομα του Αγίου Νικολάου και πλήθος παρεκκλησιών μέσα κι έξω από αυτό, τα περισσότερα των οποίων ήταν λαξευμένα σε βράχους, όπως τα παρεκκλήσια του Αγίου Βασιλείου και της Αγίας Κυριακής. Στο κέντρο του χωριού, στη συνοικία Κήπου, βρίσκεται ο ναός των Ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης. Στην κοιλάδα του μοναστηριού, στα νότια του χωριού, βρίσκεται το μοναστήρι του Αγίου Νικολάου με το μεγάλο λαξευμένο ναό, όπου πήγαιναν πολλοί ασθενείς, χριστιανοί και μουσουλμάνοι, για να θεραπευτούν με τα θαύματα του Αγίου Νικολάου. Στο λόφο αυτό υπάρχουν επίσης τρία λαξευτά παρεκκλήσια, ένα από τα οποία ήταν του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου. Εκκλησιαστικά οι Ρωμιοί υπάγονταν στη Μητρόπολη Καισαρείας. 

  Αν και το έδαφος του χωριού δεν ήταν γόνιμο, οι Σινασίτες καλλιεργούσαν τα χωράφια τους με καρποφόρα δέντρα και αμπελώνες, παράγοντας φιρίκια, μήλα, αχλάδια, μέλι, πετιμέζι και κόκκινο κρασί. Όμως οι καλλιέργειες αυτές δεν επαρκούσαν για την οικονομική ανάπτυξή τους, γι’ αυτό οι περισσότεροι Ρωμιοί πήγαιναν σε άλλα μέρη όπου εκμεταλλευόμενοι το εμπορικό δαιμόνιο της φυλής τους πλούτιζαν και ανέβαζαν το βιοτικό και πολιτιστικό τους επίπεδο. Οι πολλές επαφές που είχαν με τους Έλληνες της Πόλης και της Σμύρνης τους έκαναν να μιλούν καθαρότερα την ελληνική γλώσσα. Ήταν από τους πρώτους Καππαδόκες που μετανάστευσαν στην Πόλη του Κωνσταντίνου, όπου έμεναν στις συνοικίες Γαλατά, Μπαλούκ Παζάρ και Ουν Καπάν. 

  Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, οι περισσότεροι Σινασίτες εγκαταστάθηκαν στην Εύβοια, όπου έχτισαν τη Νέα Σινασσό. Οι υπόλοιποι διασκορπίστηκαν στον Πειραιά, στο Χαϊδάρι και στην Ελευσίνα.

ΜΑΛΑΚΟΠΗ
Μαλακοπη

  Η Μαλακοπή βρίσκεται 75 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Καισαρείας και 25 χιλιόμετρα νότια της Νεάπολης. Η Μαλακοπή ήταν στα βυζαντινά χρόνια το απόρθητο κάστρο Μαλακοπαία, όπως αναφέρεται στα χειρόγραφα του έπους «Διγενής Ακρίτας». Για την παραγωγή του ονόματος Μαλακοπή υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Σύμφωνα με μία από αυτές παράγεται από το Μάλα και Κόπος, που σημαίνει πάρα πολύ κούραση, γιατί λόγω του άνυδρου της περιοχής, οι κάτοικοι αναγκάζονταν με πολύ κόπο να το βγάζουν το νερό από τα πηγάδια βάθους 70-80 μέτρων. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, ονομάστηκε Μελεκοπή από την κοιλάδα Κοπτ, που στα αρχαία χρόνια χώριζε το χωριό σε δυο μέρη (μέλη). Οι Έλληνες μιλούσαν παραφθαρμένα ελληνικά.

  Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Τσιμισκής έχτισε το 970 στη Μαλακοπή την εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων. Στη θέση της παλιάς εκείνης εκκλησίας, οι Ρωμιοί της Κάτω συνοικίας έχτισαν, γύρω στα 1861 τον ομώνυμο μεγαλοπρεπή ναό, χρησιμοποιώντας τα μάρμαρα της παλιάς εκκλησίας. Στη Μαλακοπή υπήρχαν επίσης και άλλες εκκλησίες, όπως η υπόγεια εκκλησία των Αγίων Αναργύρων. Η εκκλησία των Αγίων Αναργύρων ήταν ξακουστή για τα θαύματά της. Δεξιά του ιερού της υπάρχει αγίασμα. Ακόμη και σήμερα προστρέχουν σ’ αυτήν ασθενείς για να βρουν γιατρειά από τους Άγιους Ανάργυρους. Εκκλησιαστικά οι Ρωμιοί του χωριού αυτού υπάγονταν στη Μητρόπολη του Ικονίου. 

  Στη Μαλακοπή βρίσκεται ο αρχαιολογικός χώρος Ντερίνκουγιου, το μεγάλος αυτό ανθρώπινο δημιούργημα, που φτάνει σε βάθος περίπου  85 μέτρα και διαρθρώνεται σε οχτώ υπόγεια επίπεδα, λαξευμένα μέσα στη γη. Είναι η μεγαλύτερη και η πιο καλά διατηρημένη υπόγεια πολιτεία της Καππαδοκίας. Η λάξευσή της πρέπει να άρχισε στα χρόνια των Χετταίων.

  Η Μαλακοπή ήταν κόμβος και το κέντρο της αγοράς στην περιοχή, γι’ αυτό οι κάτοικοι από τα γειτονικά μέρη έσπευδαν εκεί να πουλήσουν ή να αγοράσουν προϊόντα και να εξυπηρετηθούν από το ταχυδρομείο ή το τηλεγραφείο του χωριού. Οι Μαλακοπίτες παλαιότερα ασχολούνταν περισσότερο με τη γεωργία αλλά, λόγω της λειψυδρίας, η γεωργική παραγωγή ήταν μικρή.

  Πολλοί κάτοικοι της Μαλακοπής μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών εγκαταστάθηκαν στο συνοικισμό της Τούμπας στη Θεσσαλονίκη και ονόμασαν τον καινούριο τόπο τους Νέα Μαλακοπή. Σαράντα οικογένειες πήγαν στην Αραβισσό Γιαννιτσών, από την οποία όμως έφυγαν οι περισσότερες και μετοίκησαν στη Θεσσαλονίκη. Δεκαπέντε οικογένειες εγκαταστάθηκαν στα Γιαννιτσά και άλλες στην Αθήνα, στον Πειραιά, στη Δράμα και στην Καβάλα.

ΔΗΛΑ
Δηλα

  Σε απόσταση 70 περίπου χιλιομέτρων νοτιοδυτικά της Καισαρείας βρίσκεται το χωριό Δήλα. Ο τόπος εκείνος, τα παλιότερα χρόνια είχε ερημωθεί, εξ’ αιτίας των ληστρικών επιδρομών που δεχόταν και οι κάτοικοί του διασκορπίστηκαν. Όμως ξαναζωντάνεψε μετά τον αποικισμό του από είκοσι οικογένειες του Μιστί. Οι Διλιανοί μιλούσαν την ελληνική διάλεκτο του Μιστί.

 Ο Α. Λεβίδης αναφέρει ότι μέτρησε στην περιοχή της Δήλου περίπου εξήντα παλιές κατεστραμμένες εκκλησίες. Αναφέρει επίσης ότι οι Δήλιοι εκκλησιάζονταν στη μικρή αρχαία βυζαντινή εκκλησία του Αγίου Βασιλείου.

 Τα παλιά χρόνια, το χωριό ήταν υπόγειο, αλλά αργότερα έχτισαν πάνω από εκείνο το νέο χωριό τους. Οι περισσότερες οικογένειες ασχολούνταν με την κτηνοτροφία. Αν και ο τόπος τους ήταν άγονος, αρκετοί ασχολούνταν με τη γεωργία, παράγοντας σίκαλη, κριθάρι, σιτάρι, φακή και φρούτα, κυρίως βερίκοκα.

 Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών οι περισσότεροι Δηλιανοί εγκαταστάθηκαν στο χωριό Χαλκιάδες των Φαρσάλων και οι υπόλοιποι στην Αλεξανδρούπολη.

ΠΟΤΑΜΙΑ
Ποταμια

   Σε απόσταση 60 χιλιομέτρων νοτιοδυτικά της Καισαρείας βρίσκεται χτισμένο στις πλαγιές ενός φαραγγιού το χωριό Ποτάμια, η αρχαία Μεγαρισσός των Ελλήνων. Ονομάστηκε έτσι από το ποτάμι που διαρρέει την κοιλάδα.

  Στην απέναντι πλαγιά του φαραγγιού από το χωριό τους, υπήρχε η παλιά εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, που παλιότερα ήταν η Μονή της Θεοτόκου, η οποία είχε χτιστεί τον 6ο αιώνα και ανακαινίστηκε το 1840. Στην κοιλάδα αυτή υπήρχαν πολλές λαξευμένες εκκλησίες και πολλά ξωκλήσια, όπως του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, του Αγίου Βασιλείου, κ.α. Εκκλησιαστικά οι Ποταμίτες υπάγονταν στη Μητρόπολη Καισαρείας. Το χωριό Ποτάμια είναι η πατρίδα του Αγίου Γεωργίου και του Οσίου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχη, όπως αναφέρει ο πατριάρχης Κύριλλος, ο Λεβίδης και ο Κοντογιάννης Παντελής.

  Οι Ποταμίτες μιλούσαν ελληνικά και ήταν άνθρωποι φιλόμουσοι και φιλότιμοι.  Οι περισσότεροι ασχολούνταν με το εμπόριο και λειτουργούσαν εφτά νερόμυλοι. Πολλοί μετανάστευσαν στην Πόλη, όπου ασχολούνταν συνήθως με το επάγγελμα του μπακάλη.

  Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, οι Ποταμίτες εγκαταστάθηκαν στη Νεχάλη και το Εμορφοχώρι της Λάρισας.

ΑΞΟΣ
Αξος

  Σε απόσταση 90 χιλιομέτρων νοτιοδυτικά της Καισαρείας και 30 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Νίγδης, στο κεντρικότερο μέρος του οροπεδίου Μπουντάκ- Οβά, βρίσκεται η Αξός. Το χωριό αυτό, σύμφωνα με πολλούς ερευνητές ήταν η παλιά κωμόπολη των Σασίμων, όπου έγινε επίσκοπος ο Άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός.

  Οι Αξενοί εκκλησιάζονταν στην πανέμορφη και φημισμένη εκκλησία της Αγίας Μακρίνας, η οποία βρισκόταν στον Πάνω Μαχαλά και εγκαινιάστηκε το 1843 από το Μητροπολίτη Ικονίου Νεόφυτο. Στην εκκλησία αυτή λένε ότι υπήρχαν τα ιερά λείψανα της Αγίας Μακρίνας και δίπλα σ’ αυτά ένα κειμήλιο του Γρηγορίου του Θεολόγου. Έξω από την εκκλησία υπήρχε ένα βαθύ πηγάδι με αγίασμα. Στον Κάτω Μαχαλά, ήταν η βυζαντινή εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και στο Μεσαίο Μαχαλά η αρχαία εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Είχαν επίσης τα παρεκκλήσια της Αναλήψεως, της Αγίας Αικατερίνης, των Αγίων Αναργύρων, της Αγίας Παρασκευής και του προφήτη Ηλία. Εκκλησιαστικά οι Αξενοί ανήκαν στη Μητρόπολη Ικονίου.

  Οι Αξενοί ήταν ελληνόφωνοι και μιλούσαν την ελληνική διάλεκτο της Καππαδοκίας. Παλιά το χωριό ήταν υπόγειο και λαξευτό, με ορόφους που έφταναν σε βάθος 8-10 μέτρα από την επιφάνεια της γης.  Όλα τα καρέργια του χωριού επικοινωνούσαν μεταξύ τους με ειδικές σήραγγες, για να βρίσκουν διέξοδο σε ώρα ανάγκης οι κάτοικοι και για να χάνονται οι εισβολείς αν κατάφερναν να μπουν σε αυτά. Τα μετέπειτα χρόνια έχτισαν οι Αξενοί το νέο ανώγειο χωριό τους πάνω από το παλιό. Τα υπόγεια τα χρησιμοποιούσαν πλέον για αποθήκες και κρυψώνες.  Οι Αξενοί ασχολούνταν με τη γεωργία, αλλά ήταν και σπουδαίοι μαγγανατζήγες. Οι Αξενές ήταν πολύ καλές κατασκευάστριες χειροποίητων αγγείων και διαχειρίζονταν τη βιοτεχνία «κερχινιών», όπως έλεγαν τα πήλινα δοχεία.

  Μετά την ανταλλαγή πληθυσμών, οι περισσότεροι Αξενοί δημιούργησαν τη Νέα Αξό Γιαννιτσών, όπου διαπρέπουν, εκτός των άλλων και ως νταλικέρηδες, οργώνοντας τους εμπορικούς δρόμους με τα φορτηγά τους. Οι υπόλοιποι διασκορπίστηκαν στη Θεσσαλονίκη, στη Δράμα, στα Κύργια της Δράμας, στον Άγιο Αθανάσιο Δράμας, στον Άβαντα του Έβρου, στη Νεοκαισάρεια των Ιωαννίνων, στην Αθήνα, στον Πειραιά, στον Εξαπλάτανο της Αλμωπίας, στην Αριδαία της Αλμωπίας, στις Μηλιές της Αριδαίας, στη Χρυσή, στον Πολυπλάτανο, στο Λιποχώρι, σε 19 χωριά της περιφέρειας Μονοφατσίου Ηρακλείου Κρήτης και σε άλλα μέρη της Ελλάδας.

ΜΙΣΘΙ ή ΜΙΣΤΙ
Μισθι ή Μιστι

  Σε μια άνυδρη και άδεντρη περιοχή, 30 περίπου χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Νίγδης, στο κέντρο του αρχαίου Βαγδαονικού οροπεδίου, βρίσκεται το Μιστί, το μεγαλύτερο από τα καθαρά ελληνικά χωριά της Καππαδοκίας. Για τη δημιουργία και την ονομασία του υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Ιδρύθηκε, λέει, το 401 π. Χ. από μισθοφόρους Έλληνες πολεμιστές οι οποίοι πήραν μέρος στην εκστρατεία του Πέρση βασιλιά Κύρου κατά του αδελφού του Αρταξέρξη. Ο Αναστασιάδης Ιωάννης του Γεωργίου θεωρεί ότι οι πρώτοι κάτοικοι του χωριού ήταν μισθοφόροι του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο Ρίζος Ν. θεωρεί ότι οι Μιστιώτες είναι άποικοι από τα νησιά Λήμνος, Νάξος και Δήλος, τους οποίους φαίνεται ότι αποίκισε ο στρατηγός του Μιθριδιάτη Αρχέλαος όταν κυρίευσε τα νησιά αυτά. Άλλοι ερευνητές, όπως ο Καρολίδης, θεωρούν ότι ονομάστηκε Μιστί από πολλούς μετανάστες Έλληνες αγρότες που πήγαν στο χωριό αυτό από τα παράλια, για να εργασθούν ως μισθωτοί γεωργοί. Πολιτικά, το Μιστί υπάγονταν στη διοίκηση της Νίγδης.

   Οι Μιστιώτες ήταν πάντοτε, μαζί με τους άλλους Έλληνες της Καππαδοκίας, οι πρόμαχοι της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού. Οι Ακρίτες του Βυζαντίου που τόσο πολύ τους τραγούδησε η λαϊκή μούσα. Στα βυζαντινά χρόνια ήταν καστροπολεμίτες. Το Μισθί πρέπει να ήταν το μεγάλο Βυζαντινό κάστρο «Μισθεία». Το Μιστί έχει πολύ μεγάλη ιστορία. Σε έγγραφα της Μητρόπολης Καισαρείας, της έδρας του Αγίου Βασιλείου, αναφέρεται πως τα πρώτα χριστιανικά χρόνια, πριν το 313 μ. Χ. υπαγόταν στην επαρχία της Λυκαονίας και λόγω του αμιγούς ελληνοχριστιανικού πληθυσμού του, ήταν επισκοπική έδρα με την ονομασία «Επισκοπή Μισθίων», ανήκοντας εκκλησιαστικά στη Μητρόπολη Ικονίου. Στα μετέπειτα χρόνια και συγκεκριμένα στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα Σοφού, όπως αναφέρει ο Λεβίδης Αναστάσιος, τιμήθηκε να είναι αρχιεπισκοπική έδρα.  Αυτό και μόνο το γεγονός, φανερώνει τη θρησκευτικότητα και την ποιότητα των Μιστιωτών. Οι Μιστιώτες ήταν και είναι θεοσεβείς και θεοφοβούμενοι άνθρωποι. Στο παλιό υπόγειο χωριό τους, υπήρχαν τα ερείπια του ναού του Αγίου Βλασίου, της Αγίας Μαρίνας και των άλλων λαξευμένων παρεκκλησιών, τα οποία  δεν υπάρχουν σήμερα. Υπόγειες εκκλησίες υπήρχαν και έξω από το χωριό, όπως αυτή του Προφήτη Ηλία. Ανάμεσα στα έτη 1840-1844, έχτισαν οι φτωχοί Μιστιώτες, με ενέργειες του μητροπολίτη Σωφρονίου, έναν από τους μεγαλύτερους ναούς της Ανατολής και το μεγαλύτερο της Καππαδοκίας. Το σπανιότατο δεκάτρουλο δισυπόστατο ναό των Αγίων Βασιλείου και Βλασίου, βυζαντινού ρυθμού.

    Το Μιστί τα παλαιότερα χρόνια ήταν υπόγειο χωριό και οι κάτοικοι ζούσαν στα κελέρια, όπως τα ονόμαζαν, όπου υπήρχε εκκλησία, φούρνος, πηγάδι για νερό και τρόφιμα, ως τα τέλη του 19ου αι., οπότε οι Μιστιώτες άρχισαν να χτίζουν τα σπίτια τους πάνω από το έδαφος, το πάνω χωριό όπως το έλεγαν. Τις παλιές υπόγειες κατοικίες δεν τις αχρήστευσαν, αλλά τις χρησιμοποιούσαν ως αποθήκες και κελάρια, όπου διατηρούσαν τα αγαθά τους σαν σε σημερινό ψυγείο. Όταν κινδύνευαν, κατέβαιναν και πάλι στο υπόγειο χωριό τους όπου προφυλάσσονταν από τους νεότερους επιδρομείς, όπως παλιά.

   Η μιστιώτικη διάλεκτος αποτελεί πρόκληση και θησαυρό για τους ερευνητές της ελληνικής γλώσσας. Λόγω της απομόνωσής τους από τον Ελληνισμό των παραλίων και της μητροπολιτικής Ελλάδας, δεν ακολούθησαν τις αλλαγές της ελληνικής γλώσσας, αλλά συνέχισαν να μιλούν ως τις μέρες μας μια ελληνική διάλεκτο, η οποία έχει τις περισσότερες αρχαιοελληνικές λέξεις ή ρίζες λέξεων, αν και οι περισσότερες παραφθάρηκαν από τότε που πήγαν και εγκαταστάθηκαν στην απόμακρη εκείνη περιοχή έως σήμερα.

  Οι Μιστιώτες ασχολούνταν με τη γεωργία, η οποία όμως δεν τους απέδιδε σπουδαία παραγωγή, γι’ αυτό πολλοί έφτιαχναν ή εμπορεύονταν λευκά υφάσματα και σεντόνια. Όμως, εκεί που ξεχώριζαν ιδιαίτερα ήταν στη δημιουργία παπλωμάτων και κετσέδων.

  Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, οι κάτοικοι του Μιστί διασκορπίστηκαν σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν στο Νέο Αγιονέρι, στην Πλαγιά, στην Αγία Παρασκευή, στις Μουριές και στους Αποστόλους Κιλκίς, στο Ξηροχώρι Θεσσαλονίκης, στη Μάντρα και την Αμυγδαλέα Λαρίσης, στο Βόλο, στην Αλεξανδρούπολη, στην Αισύμη Αλεξανδρούπολης, στο Νεοχώρι Έβρου, στην Ξάνθη, στο Κοκκινόχωμα και στο Διπόταμο Καβάλας, στα Κομνηνά Κοζάνης και αλλού.

ΝΙΓΔΗ
Νιγδη

  Σε απόσταση 110 χιλιομέτρων νοτιοδυτικά της Καισαρείας, βρίσκεται η πόλη της Νίγδης. Όλα τα γύρω χωριά της περιφέρειας έκαναν τις αγορές τους από τη Νίγδη, η οποία ήταν το εμπορικό τους κέντρο.

  Ο Ν. Ρίζος το 1856 αναφέρει πως κοντά στην εκκλησία ήταν η μητρόπολη, στην οποία κατοικούσε ο Άγιος Ικονίου. Στη συνοικία Καγιάπασι, στο λόφο Δερούνη, υπήρχε η φημισμένη εκκλησία «τα Εισόδια της Θεοτόκου», το τέμπλο της οποίας ήταν ξύλινο και τόσο όμορφα δουλευμένο, που δεν υπήρχε σε όλη την Ανατολή. Το 1899 υπήρχε μόνο η παλιά βυζαντινή εκκλησία του Ιωάννη Προδρόμου, η οποία είχε ανακαινιστεί το 1861. Το 1905 για τους Χριστιανούς της Νίγδης υπήρχε μια εκκλησία στην οποία εφημέρευαν τέσσερις απαίδευτοι ιερείς. Στη Νίγδη είχε την έδρα του ο μητροπολίτης Ικονίου, γιατί οι περισσότεροι Χριστιανοί βρίσκονταν συγκεντρωμένοι στα γύρω από αυτή χωριά και όχι στον τόπο του Ικονίου. Εκκλησιαστικά, οι Χριστιανοί της Νίγδης υπάγονταν στη Μητρόπολη Ικονίου.

  Μετά την ανταλλαγή πληθυσμών οι περισσότεροι κάτοικοι της Νίγδης έμειναν στην Κέρκυρα και οι υπόλοιποι διασκορπίστηκαν στην Τριανδρία Θεσσαλονίκης, στη Χαλκιδική, στη Δράμα, στα Ταμπούρια, στη Δραπετσώνα και αλλού. Οι περισσότεροι Έλληνες του Καγιάπασι διασκορπίστηκαν και εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, στο Βατοπέδι Χαλκιδικής και στη γειτονιά του διοικητηρίου της Θεσσαλονίκης.

ΦΕΡΤΕΚΙ
  Φερτεκι

Σε απόσταση 5 χιλιομέτρων νοτιοδυτικά της Νίγδης, στο δρόμο προς τον Πόρο, βρίσκεται χτισμένο στους πρόποδες ενός μικρού καταπράσινου λόφου το χωριό Φερτάκαινα ή Φερτέκι. Η γλώσσα των Ρωμιών Φερτικιωτών ήταν η ελληνική διάλεκτος της Καππαδοκίας.

  Εκκλησία τους ήταν ο βυζαντινού ρυθμού μεγαλοπρεπής ναός των Αρχιστρατήγων Μιχαήλ και Γαβριήλ, που το χτίσιμό του ολοκληρώθηκε το 1835. Υπήρχαν επίσης και άλλες εκκλησίες και παρεκκλήσια, όπως ο ναός του Αγίου Γεωργίου, ο ναός του Ιωάννου Χρυσοστόμου (Αλτιναγήζ), ο ναός του Τιμίου Σταυρού, ο υπόγειος ναός (κατακόμβη) του Αγίου Δημητρίου, ο υπόγειος ναός (κατακόμβη) των Τριών Παίδων και ο μικρός ναός της Αγίας Παρασκευής. Εκκλησιαστικά οι Ρωμιοί του χωριού αυτού υπάγονταν στη Μητρόπολη Ικονίου.

  Το έδαφος του τόπου ήταν γόνιμο και οι Φερτικιώτες παρήγαγαν οπωρικά, δημητριακά, καρπούς και πολλές ποικιλίες σταφυλιών. Το κρασί τους ήταν πολύ καλό, καθώς και το εξαγώγιμο διπλοβρασμένο ρακί τους, το επονομαζόμενο Φερτέκ ρακισί.

  Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, οι Φερτικιώτες εγκαταστάθηκαν προσωρινά σε στρατιωτικούς θαλάμους στην Τριανδρία της Θεσσαλονίκης και αργότερα μετεγκαταστάθηκαν στα Μαριανά της Χαλκιδικής. Επειδή όμως η ελονοσία τους θέριζε, δεν έμειναν ούτε εκεί και ξαναεπέστρεψαν στη Θεσσαλονίκη κι εγκαταστάθηκαν στην Άνω Τούμπα.

ΚΑΡΒΑΛΗ

  Σε υψόμετρο 1415 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας, στους πρόποδες του βουνού με την ονομασία Οξύ Φρούριο, βρίσκεται η κωμόπολη της Καρβάλης. Το χωριό αυτό υπάγονταν διοικητικά στο Άκσαράι και αποτελούσε το κέντρο των Ελλήνων από τα χωριά Σιβριχισάρ, Κενάταλα, Χαλβάντερε και Τσελτέκ. Τα καλοκαίρια πολλοί κάτοικοι του Άκσαράι πήγαιναν για παραθέριση στο Κέλβερι, λόγω του δροσερού κλίματος και των καθαρών και ιαματικών νερών που είχε.

  Η θρησκευτικότητα των Καρβαλιωτών ήταν πολύ μεγάλη. Ονόμαζαν τον εαυτό τους «φύτρα καλογριών» και το χωριό τους κοιτίδα καλογριών. Οι Ρωμιοί είχαν και λειτουργούσαν τις εκκλησίες των Αγίων Αναργύρων, της Παναγίας και του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, την οποία πρωτόχτισε ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος το 385-390 ως εκκλησία του Τιμίου Σταυρού. Η Καρβάλη ήταν τόπος αγίων και μαρτύρων, τον οποίον κατέκλυσαν πολλοί αναχωρητές, δημιουργώντας από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια, μοναστικές πολιτείες αντρών και γυναικών. Πάρα πολλές ήταν οι εκκλησίες που υπήρχαν στην περιοχή. Σύμφωνα με τον Στυλ. Ι. Παντελεημονίδη, το 1896 ξεπερνούσαν τις 300 μέσα στην κωμόπολη. Οι Ρωμιοί της Καρβάλης ήταν τουρκόφωνοι και υπάγονταν εκκλησιαστικά στη Μητρόπολη Ικονίου.

  Στα δύσκολα χρόνια των βίαιων επιδρομών και των εξισλαμισμών, η Καρβάλη αποτέλεσε το καταφύγιο πολλών ορθόδοξων χριστιανών. Οι Καρβαλιώτες εκτός από το εμπόριο διέπρεψαν και στην οικοτεχνία. Πολλοί ασκούσαν το επάγγελμα του λαξευτή βράχων, του πετρά ή «ταστζί». Το έδαφος του χωριού με το μαλακό ευκολοπελέκητο βράχο δεν άφηνε τους πετράδες δίχως εργασία.

  Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, οι περισσότεροι Έλληνες της Καρβάλης εγκαταστάθηκαν στη Νέα Καρβάλη Καβάλας, στο συνοικισμό «Ιωλκός» του Βόλου και στον Άβαντα του Έβρου.

ΧΑΛΒΑΝΤΕΡΕ
Χαλβαντερε

  Σε απόσταση 17 χιλιομέτρων νοτιοδυτικά από το Γκέλβερι και 25 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά του Άκσεράι, σε μια τοποθεσία γεμάτη πηγές, βοσκοτόπια, αμπελώνες και άλλες παραγωγικές καλλιέργειες, βρίσκεται το χωριό Χαλβάντερε. Σύμφωνα με την παράδοση, δημιουργήθηκε μετά την υποδούλωση του τόπου στους Τούρκους, όταν οι κάτοικοι από τα γύρω ελληνικά χωριά αναγκάστηκαν να καταφύγουν στους λόφους και τις σπηλιές της περιοχής. Οι Ρωμιοί του Χαλβάντερε ήταν τουρκόφωνοι.

  Εκκλησιάζονταν στη μικρή εκκλησία του Αγίου Νικολάου, που ήταν ρυθμού βασιλικής και χτίστηκε επάνω σε αρχαία βυζαντινή εκκλησία, με πέτρες που πήραν και από άλλες αρχαίες βυζαντινές εκκλησίες της γύρω περιοχής. Εκκλησιαστικά οι Ρωμιοί του χωριού αυτού υπάγονταν στη Μητρόπολη Ικονίου.

  Οι κάτοικοι του Χαλβάντερε ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Πολλοί ήσαν καλοί μαραγκοί κι έφτιαχναν έπιπλα, κουφώματα, ξύλινες σκάφες και καλά ξύλινα κουτάλια. Ασχολούνταν επίσης με την υφαντουργία, κατασκευάζοντας χαλιά και κιλίμια.

  Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, πολλοί από τους κατοίκους του Χαλβάντερε εγκαταστάθηκαν στο Νέο Αγιονέρι του Κιλκίς, στην Αισύμη της Αλεξανδρούπολης και στην Καισαριανή της Αττικής.

ΑΡΑΒΙΣΣΟΣ
Αραβισσος

  Στα βόρεια του Άλυ ποταμού, 75 χιλιόμετρα δυτικά της Καισαρείας, βρίσκεται η κωμόπολη Αραβισσός, η πατρίδα του Μαυρίκιου, του πρώτου βυζαντινού αυτοκράτορα ελληνικής καταγωγής. Η Αραβισσός ήταν πρωτεύουσα υποδιοικήσεως, ενώ παλιότερα ήταν το δικαστικό κέντρο της περιοχής και η πρωτεύουσα της επαρχίας της.

  Στην Αραβισσό είχε καταφύγει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος όταν εξορίστηκε από τη φιλόδοξη Ευδοξία, τη σύζυγο του αυτοκράτορα Αρκαδίου. Η μεγάλη και πανέμορφη εκκλησία του χωριού ήταν στο όνομα του Αγίου Δημητρίου και διατηρείται πολύ καλά μέχρι σήμερα. Υπήρχαν επίσης πολλά παρεκκλήσια και μοναστήρια, στα οποία ζούσαν μοναχοί και ασκητές. Εκκλησιαστικά οι Ρωμιοί του χωριού ανήκαν στη Μητρόπολη Ικονίου. 

  Οι περισσότεροι ήταν κτηνοτρόφοι ή εργάζονταν στα αλατωρυχεία του τόπου. Αν και δεν είχαν ιδιαίτερες σχέσεις με πολλά από τα άλλα ελληνικά χωριά της Καππαδοκίας, γιατί βρίσκονταν μακριά από αυτά και πάνω από το ποτάμι, ωστόσο ξεχώριζαν οι καλές εμπορικές σχέσεις τους με του Νεαπολίτες, τους Καισαρείς, τους Γκελβεριώτες και τους Νιγδελήδες.

  Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, περίπου 150 οικογένειες της Αραβισσού εγκαταστάθηκαν στη Νέα Αραβισσό των Γιαννιτσών. Οι υπόλοιποι διασκορπίστηκαν στα Γιαννιτσά, στην Αθήνα, στον Πειραιά, στην Κατερίνη, στο Βόλο, στις Σέρρες και στο συνοικισμό Ροδοχωρίου στο Τοπ Αλτή Θεσσαλονίκης, όπου έχτισαν το μεγαλοπρεπή ναό του Αγίου Δημητρίου, ως συνέχεια της εκκλησίας από την αλησμόνητη πατρίδα τους. Σ’ αυτόν τοποθέτησαν και την εικόνα του προστάτη τους Αγίου Δημητρίου που έφεραν από την Αραβισσό.